Ειδικότερα:
- Στις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου υπάγονται όλα τα φυσικά πρόσωπα, καταναλωτές και επαγγελματίες, με εξαίρεση τους εμπόρους, οι οποίοι όμως έχουν από την υφιστάμενη νομοθεσία τη δυνατότητα να προσφύγουν στη διαδικασία του πτωχευτικού κώδικα.
- Με το σχέδιο νόμου ρυθμίζονται όλα τα χρέη προς τράπεζες (καταναλωτικά, στεγαστικά, επαγγελματικά) καθώς και όλα τα χρέη προς τρίτους, με εξαίρεση οφειλές από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
- Ο οφειλέτης, του οποίου οι οφειλές ρυθμίζονται, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ένα μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές. Το ποσόν που θα καταβάλει καθορίζεται από το δικαστήριο με βάση τα εισόδημά του και αφού ληφθούν υπόψη οι βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του. Το μέρος του χρέους που θα εξοφλήσει ο οφειλέτης εξαρτάται λοιπόν από το εισόδημα που διαθέτει και τις πραγματικές του δυνατότητες. Δεν ορίζεται στο σχέδιο νόμου κάποιο ελάχιστο ποσοστό χρέους που θα πρέπει να ξοφλήσει. Το δικαστήριο μπορεί ακόμη και να απαλλάξει τον οφειλέτη από την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαία ένα ορισμένο ποσόν όταν αυτός βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση (π.χ. λόγω ανεργίας, προβλημάτων υγείας), επανεξετάζοντας όμως κάθε φορά την κατάσταση μετά από έξι περίπου μήνες.
- Η περιουσία του οφειλέτη ρευστοποιείται για την ικανοποίηση των πιστωτών. Ο οφειλέτης έχει όμως τη δυνατότητα να εξαιρέσει από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία την κύρια κατοικία του, αναλαμβάνοντας, με ευνοϊκό επιτόκιο και με δυνατότητα περιόδου χάριτος, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη, την εξυπηρέτηση χρεών που αντιστοιχούν στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας. Κατ? αυτόν τον τρόπο προστατεύονται οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας του υπερχρεωμένου, δίχως να θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών, και ιδίως των τραπεζών από τα εξασφαλισμένα με υποθήκη στεγαστικά δάνεια.
- Αρμόδιο Δικαστήριο ορίζεται το Ειρηνοδικείο του τόπου που κατοικεί ή διαμένει ο οφειλέτης. Εφαρμόζεται η εκούσια δικαιοδοσία που επιτρέπει στο δικαστήριο την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητη η παράστασή του με δικηγόρο. Η διαδικασία έχει σχεδιασθεί κατά τρόπο που οι δαπάνες στις οποίες θα υποβληθεί ο οφειλέτης να είναι οι ελάχιστες δυνατές. Θα εκδοθούν σχετικά έντυπα από τα αρμόδια υπουργεία ώστε να διευκολύνεται ο οφειλέτης στη συμπλήρωση και υποβολής της αίτησης ρύθμισης.
- Το Ειρηνοδικείο δικάζει την υπόθεση μέσα σε έξι μήνες από την κατάθεση της αίτησης. Η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Για να ανταποκριθεί η Δικαιοσύνη στον όγκο των υποθέσεων που θα προστεθούν σε εφαρμογή του νόμου δημιουργούνται ογδόντα νέες θέσεις ειρηνοδικών.
- Σε περίπτωση που μετά την κατάθεση στο δικαστήριο της αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση των χρεών ξεκινήσει ή συνεχιστεί οποιαδήποτε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του, το δικαστήριο, μετά από αίτημα του οφειλέτη που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάζει να σταματήσει η αναγκαστική εκτέλεση, εφόσον εκτιμά ότι ο οφειλέτης θα υπαχθεί σε ρύθμιση. Για την περίπτωση των στεγαστικών δανείων θα πρέπει ο οφειλέτης να καταβάλει από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δικαστήριο τη δόση ενήμερης οφειλής. Δεν υποχρεούται όμως να εξοφλήσει τις τυχόν μέχρι τότε ληξιπρόθεσμες δόσεις.
- Το σχέδιο νόμου υποχρεώνει τα μέρη (οφειλέτη και πιστωτές) να επιδιώξουν μία συμβιβαστική λύση, τόσο πριν την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο όσο και μετά από αυτή.
Εξωδικαστικός συμβιβασμός
Την προσπάθεια συμβιβασμού πριν την υποβολή της αίτησης για τον οφειλέτη αναλαμβάνει ο Συνήγορος του Καταναλωτή ή Επιτροπή Φιλικού Διακανονισμού που λειτουργεί ήδη σε κάθε νομαρχία ή Ένωση Καταναλωτών ή δικηγόρος ή άλλος δημόσιος φορέας που συνδράμει καταναλωτές σε ζητήματα υπερχρέωσης.
Δικαστικός συμβιβασμός
Ο συμβιβασμός ενώπιον του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να επιτευχθεί ακόμη κι αν δεν συμφωνούν όλοι οι πιστωτές, αλλά συμφωνούν μόνο πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των οφειλών. Το δικαστήριο μπορεί να υποκαταστήσει τη συναίνεση των αντιτιθεμένων εφόσον κρίνει ότι ο συμβιβασμός δεν επιδεινώνει τη θέση τους και εξασφαλίζεται η σύμμετρη ικανοποίησή τους. Για το συμβιβασμό θα πρέπει πάντως να συμφωνούν οι ενυπόθηκοι δανειστές.
Το σχέδιο νόμου δίνει για πρώτη φορά διαπραγματευτική δύναμη στους υπερχρεωμένους απέναντι στους πιστωτές του και δημιουργεί κίνητρα και στις δύο πλευρές για μία συμβιβαστική διευθέτηση των οφειλών.
Το σχέδιο νόμου λαμβάνει με πλήθος διατάξεων ιδιαίτερη μέριμνα για την αποτροπή καταχρήσεων σε βάρος των πιστωτών.
Ενδεικτικά: Η διαδικασία εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις της μη δόλιας αδυναμία πληρωμής, ενώ η απαλλαγή του οφειλέτη από χρέη μπορεί να γίνει μόνο μία φορά στη ζωή του. Προβλέπονται σοβαρές κυρώσεις και συνέπειες σε περίπτωση ανειλικρινούς δήλωσης των περιουσιακών του στοιχείων και εισοδημάτων, ακόμη και η ανάκληση της απαλλαγής από τα χρέη, εφόσον διαπιστωθεί εκ των υστέρων η ψευδής δήλωση ή απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων. Η υποχρέωση ειλικρίνειας υφίσταται τόσο κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης όσο και κατά τη διάρκεια της τετραετίας.
Ο οφειλέτης οφείλει να δηλώνει στο δικαστήριο κάθε σημαντική βελτίωση του εισοδήματός του. Ο άνεργος οφειλέτης οφείλει να καταβάλλει τουλάχιστον προσπάθεια για την ανεύρεση εργασίας. Καθυστέρηση καταβολής της μηνιαίας δόσης που ορίζεται για το χρονικό διάστημα της τετραετίας πέραν του διμήνου συνεπάγεται την έκπτωση από τη διαδικασία. Οι πιστωτές μπορούν με συνοπτικές διαδικασίες να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία του οφειλέτη στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή στον εργοδότη. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά από δύο έτη. Η υπαγωγή του οφειλέτη στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών καταχωρείται στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ, όπου και μένει μέχρι πέντε χρόνια μετά την απαλλαγή του από τα χρέη.