ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: H απόφαση για την Αspis Capital που συζητήθηκε
Την απόφαση που προκάλεσε σοκ στην ασφαλιστική αγορά η οποία δεν κάνει δεκτά τα ασφαλιστικά μέτρα κατά του Παύλου Ψωμιάδη για την υπόθεση της Αspis Capital (Ασπίς Κάπιταλ) δημοσιεύει το nextdeal.gr.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ
ΔΙΚΑΣΙΜΟΣ: 16-4-2010 ΠΙΝ: 20
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μαρία Ανδρεοπούλου - Πρόεδρος Πρωτοδικών
ΔΙΑΔΙΚΟΙ: Ελ. Βλαχβέη κλπ. ΚΑΤΑ Π. Ψωμιάδη κλπ
Κατά το άρθρο 388 παρ. 1 ΠΚ «όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση…». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, νοούνται τα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενα στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτουν στις αισθήσεις και μπορούν να αποδειχθούν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 78/2008, ΑΠ 610/2002 ΠοινΧρον 2002/988).
Περαιτέρω, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αφ’ εαυτής αδικοπραξίας, αλλά μπορεί η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί δηλαδή κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία, οπότε η ευθύνη από αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς όρους περί αδικοπραξιών (ΟλΑΠ 967/1973).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη, από 24-2-2010, αίτησή τους, οι αιτούντες - πλην των 38ου, 61ου, 62ου και 63ου, μετά τη νομότυπη παραίτηση των οποίων από το δικόγραφο της αιτήσεως, η δίκη θεωρείται καταργημένη ως προς αυτούς (295, 297 ΚΠολΔ) - επικαλούμενο επικείμενο κίνδυνο, ζητούν να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στην ακίνητη περιουσία των καθών, φυσικών προσώπων και νομικών, κατόπιν άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητάς τους για τον αναφερόμενο σε αυτή (αίτηση) λόγω και μέχρι του ποσού των 8.407.391 € (όπως αναλυτικώς αναφέρεται για τον κάθε αιτούντα και για κάθε ακίνητο των καθών), προκειμένου να εξασφαλισθούν ισόποσες απαιτήσεις τους κατ’ αυτών, ……………………………… παραδεκτώς (686παρ. 6 ΚΠολΔ) ασκήθηκε πρόσθετη υπέρ των αιτούντων παρέμβαση, με την επίκληση ίδιας ιστορικής και νομικής αιτίας με τους αιτούντες, η οποία, είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τις ένορκες ενώπιον του Δικαστηρίου καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων K.Γ και Σ.Σ, από τις 3136/13-4-2010, 3144/20-4-2010 και 3153/22-4-2010 ένορκες, ενώπιον της συμ/φου Ζ. Π., βεβαιώσεις των Β.Α., Ι. Ζ. και της Μ.Δ. και από τα έγγραφα που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Το έτος 2003 ιδρύθηκε η εταιρεία «Ασπίς Κάπιταλ ανώνυμη εταιρεία συμμετοχών» και το διακριτικό τίτλο «ASPIS CAPITAL ΑΕ», της οποίας το πρώτο ΔΣ αποτελούνταν από τους τρεις πρώτους των καθών, η θητεία του οποίου ανανεώθηκε τον Ιούλιο του 2005, για πέντε ακόμη χρόνια. Ο πρώτος των καθών ήταν πρόεδρος και δ/νων σύμβουλος της εταιρείας, εκπροσωπώντας την και δεσμεύοντάς την με μόνη την υπογραφή του και οι β΄ και γ΄ των καθών (σύζυγος και κόρη του, αντιστοίχως) ήταν απλά μέλη. Σκοπός της εταιρείας (2ο άρθρο του καταστατικού) ήταν «η συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρειών, εισηγμένων ή μη στο χρηματιστήριο, του χρηματοοικονομικού, εμπορικού και βιομηχανικού τομέα, η συμμετοχή σε επιχειρήσεις… για την παραγωγή ή εμπορία οποιοδήποτε προϊόντος και για την παροχή υπηρεσιών και η παροχή εγγυήσεων υπέρ εταιρειών στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει». Το μετοχικό της κεφάλαιο ήταν αρχικώς 60.000 €, το οποίο εν συνεχεία αυξήθηκε στο ποσό των 2.060.000 €. Από το έτος 2004 έως και το έτος 2009, η ανωτέρω εταιρεία προέβη στην έκδοση 13 ομολογιακών δανείων. Ειδικότερα όμως, όσον αφορά τα αναφερόμενα στην αίτηση έξι (6) κοινά ομολογιακά δάνεια, στα οποία συμμετείχαν οι αιτούντες με την αγορά ομολογιών, εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 2005-2006, κατόπιν αντιστοίχων αποφάσεων εκτάκτων ΓΣ της ανωτέρω εκδότριας εταιρείας, που εξουσιοδοτούσαν το ΔΣ αυτής να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, ενώ για την έκδοσή τους δε χρειαζόταν δημόσια κυκλοφορία ενημερωτικού δελτίου ούτε άδεια της επιτροπής κεφαλαιαγοράς, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των αιτούντων ως αβάσιμου, καθώς κανέναν από αυτά δεν απευθύνθηκε σε περισσότερα από 100 άτομα, τα οποία δεν ήταν ειδικοί επενδυτές (κατά τους ορισμούς των 2003/71/ΕΚ και 2001/34/ΕΚ ευρωπαϊκών οδηγιών) (8ο του Ν. 2190/20 και 10 του Ν. 876/1979, ως ισχύουν), ενώ μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2009, γινόταν κανονικά η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων τοκομεριδίων. Συνολικώς δε είχε μέχρι τότε καταβληθεί από την εκδότρια εταιρεία, για κεφάλαιο και τόκους, το ποσό των 41.420.000 €. Ωστόσο, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δύο εκ των βασικών εταιρειών του ομίλου ΑΣΠΙΣ δηλαδή της ασφαλιστικής εταιρείας Ασπίς Πρόνοια ΑΕΓΑ και Ασπίς Πρόνοια ΑΕΑΖ (καθώς και δύο ακόμη ασφαλιστικών εταιρειών), έπαυσε η πληρωμή των τοκομεριδίων που έληγαν έκτοτε. Να σημειωθεί δε, ότι τα τοκομερίδια των αιτούντων λήγουν κατά τα έτη 6ος/2010 έως και 2013, ενώ κατά το χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως δεν είχαν καταβληθεί τοκομερίδια συνολικού ποσού 137.400 € σε σχέση με το συνολικό ποσό των 8.407.391€. ωστόσο, το γεγονός της μη πληρωμής των τοκομεριδίων - τόσο της παρούσας, για τα ήδη ληξιπρόθεσμα όσο και της πιθανολογούμενης μέλλουσας, για τα λοιπά- αποτελεί περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης, στα πλαίσια των συμβάσεων δανείου που συνήψαν οι αιτούντες με την εκδότρια εταιρεία ΑΣΠΙΣ ΚΑΠΙΤΑΛ, η οποία δεν περιλαμβάνεται στους καθών. Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε αξίωση των αιτούντων θεμελιούμενη στις περί αδικοπραξίας διατάξεις και ειδικότερα αυτές περί απάτης κατά την έννοια που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Να σημειωθεί δε, ότι ούτε στην αίτηση γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη απατηλή συμπεριφορά των καθών φυσικών προσώπων και ιδίως της β΄ και γ΄ των καθών - πέρα της ιδιότητάς τους ως απλών μελών του ΔΣ της αντισυμβαλλομένης τους εταιρείας και του γεγονότος ότι οι εκδοθείσες έγχαρτες ομολογίες έφεραν και την υπογραφή της γ΄ των καθών που οδήγησε τους αιτούντες στην απόφαση για αγορά των ένδικων ομολογιών. Ειδικότερα δεν εκτίθεται ούτε από κανένα στοιχείο πιθανολογήθηκε με ποιο τρόπο παραπλανήθηκαν από τους καθών ώστε να προβούν στην αγορά των ομολογιών, την οποία απατηλή συμπεριφορά δηλαδή την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών - ως γεγονότων νοουμένων των συμβάντων του εξωτερικού κόσμου, αναγομένων στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτουν στις αισθήσεις και μπορούν να αποδειχθούν, δε συνιστά η υπόσχεση, εκ μέρους της εταιρείας ΚΑΠΙΤΑΛ, υψηλής απόδοσης της επένδυσής τους, η οποία ως εκ του γεγονότος ότι έδινε απόδοση 6-7%, σε σχέση με το τότε επιτόκιο μιας αντίστοιχης τραπεζικής καταθέσεως της τάξεως του 1,5-2%, ήταν υψηλού ρίσκου. Άλλωστε πιθανολογήθηκε, ότι για την απόκτηση των ομολογιών, οι αιτούντες συμπλήρωσαν «αίτηση προεγγραφής» -παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό τους που επιχείρησε να θεμελιώσει ο επιμελεία τους εξετασθέντας μάρτυρας Γιόνης- στην οποία αναφερόταν το είδος του δανείου (κοινό ομολογιακό), η διάρκειά του, το συνολικό ποσό, η απόδοσή του (6% ή 7% ετησίως, κατά περίπτωση), η αξία της κάθε ομολογίας και ο αριθμός λογαριασμού στην Ασπίς Τράπεζα ΑΕ ή Alpha Bank ΑΕ, όπου ο υποψήφιος ομολογιούχος ανελάμβανε την υποχρέωση να καταθέσει το αντίστοιχο αυτής ποσό (40.000 € ή 50.000 € για κάθε ομολογία, κατά περίπτωση). Επίσης, στο κείμενο της αίτησης αναφερόταν ότι ο αιτούμενος την προεγγραφή ελάμβανε γνώση αλλά και αντίγραφο «του σχεδίου όρων του ομολογιακού δανείου». Εν συνεχεία, ο κάθε αιτών παρελάμβανε έγχαρτες ονομαστικές ομολογίες (αναλόγως του ποσού που είχε διαθέσει ο καθένας προς επένδυση), στην εμπρόσθια όψη των οποίων δίπλα στη φράση «είδος ομολογίας» και με ευκρινή στοιχεία αναγραφόταν η φράση «κοινή, έγχαρτη, ονομαστική, μη εξασφαλισμένη ομολογία». Επίσης, στην οπίσθια όψη της κάθε έγχαρτης ομολογίας αναφερόταν το κείμενο της «σύμβασης έκδοσης» του κάθε ομολογιακού δανείου, στο προοίμιο της οποίας αναφερόταν ότι επρόκειτο για «μη εξασφαλισμένο» ομολογιακό δάνειο, ενώ ως «διαχειριστής και εντολοδόχος πληρωμών» και όχι ως εγγυήτρια, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούντες, οριζόταν η «Ασπίς Τράπεζα ΑΕ».
Η έλλειψη δε εγγυητικής ευθύνης ως προς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού εκ μέρους της διαχειρίστριας τράπεζας, διατυπωνόταν ρητώς και στο άρθρο 1 παρ. 10 της συμβάσεως. Ακόμη, εκτός της αναφοράς στην εμπρόσθια όψη -κατά τα προεκτεθέντα- στο άρθρο 1 παρ.2 της συμβάσεως αναφερόταν ρητώς ότι το συνολικό ποσό του -εκάστοτε- ομολογιακού δανείου, που διαιρεμένο σε ομολογίες «κοινές, έγχαρτες, μη εξασφαλισμένες καθ’ οιονδήποτε τρόπο». Αλλά ούτε και ο περαιτέρω ισχυρισμός των αιτούντων ότι δηλαδή κατά την απ’ αυτούς απόκτηση των ομολογιών, οι καθών, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ΚΑΠΙΤΑΛ (και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η β΄ και γ΄ εν είχαν αυτή την ιδιότητα, όπως προαναφέρθηκε) είχαν ειλημμένη την απόφαση να εισπράξουν τα χρήματα του επενδυτικού κοινού και να τα οικειοποιηθούν, πιθανολογείται ως βάσιμος, καθόσον πιθανολογήθηκε ότι μέχρι και το >Σεπτέμβριο του έτους 2009, η ΚΑΠΙΤΑΛ προέβαινε κανονικά σε καταβολές ληξιπρόθεσμων τομομεριδίων, συνολικού ποσού 41.420.000 €, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε αξίωση των αιτούντων, αλλά και του προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά των καθών, θεμελιούμενη στις περί αδικοπραξιών και ειδικότερα περί απάτης διατάξεις, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται ενόψει του αντικειμένου της δίκης (178 παρ. 3 ΚΔικηγ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κρίθηκε κλπ.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ
ΔΙΚΑΣΙΜΟΣ: 16-4-2010 ΠΙΝ: 20
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Μαρία Ανδρεοπούλου - Πρόεδρος Πρωτοδικών
ΔΙΑΔΙΚΟΙ: Ελ. Βλαχβέη κλπ. ΚΑΤΑ Π. Ψωμιάδη κλπ
Κατά το άρθρο 388 παρ. 1 ΠΚ «όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση…». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, νοούνται τα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενα στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτουν στις αισθήσεις και μπορούν να αποδειχθούν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 78/2008, ΑΠ 610/2002 ΠοινΧρον 2002/988).
Περαιτέρω, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αφ’ εαυτής αδικοπραξίας, αλλά μπορεί η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί δηλαδή κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία, οπότε η ευθύνη από αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς όρους περί αδικοπραξιών (ΟλΑΠ 967/1973).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη, από 24-2-2010, αίτησή τους, οι αιτούντες - πλην των 38ου, 61ου, 62ου και 63ου, μετά τη νομότυπη παραίτηση των οποίων από το δικόγραφο της αιτήσεως, η δίκη θεωρείται καταργημένη ως προς αυτούς (295, 297 ΚΠολΔ) - επικαλούμενο επικείμενο κίνδυνο, ζητούν να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στην ακίνητη περιουσία των καθών, φυσικών προσώπων και νομικών, κατόπιν άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητάς τους για τον αναφερόμενο σε αυτή (αίτηση) λόγω και μέχρι του ποσού των 8.407.391 € (όπως αναλυτικώς αναφέρεται για τον κάθε αιτούντα και για κάθε ακίνητο των καθών), προκειμένου να εξασφαλισθούν ισόποσες απαιτήσεις τους κατ’ αυτών, ……………………………… παραδεκτώς (686παρ. 6 ΚΠολΔ) ασκήθηκε πρόσθετη υπέρ των αιτούντων παρέμβαση, με την επίκληση ίδιας ιστορικής και νομικής αιτίας με τους αιτούντες, η οποία, είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τις ένορκες ενώπιον του Δικαστηρίου καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων K.Γ και Σ.Σ, από τις 3136/13-4-2010, 3144/20-4-2010 και 3153/22-4-2010 ένορκες, ενώπιον της συμ/φου Ζ. Π., βεβαιώσεις των Β.Α., Ι. Ζ. και της Μ.Δ. και από τα έγγραφα που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Το έτος 2003 ιδρύθηκε η εταιρεία «Ασπίς Κάπιταλ ανώνυμη εταιρεία συμμετοχών» και το διακριτικό τίτλο «ASPIS CAPITAL ΑΕ», της οποίας το πρώτο ΔΣ αποτελούνταν από τους τρεις πρώτους των καθών, η θητεία του οποίου ανανεώθηκε τον Ιούλιο του 2005, για πέντε ακόμη χρόνια. Ο πρώτος των καθών ήταν πρόεδρος και δ/νων σύμβουλος της εταιρείας, εκπροσωπώντας την και δεσμεύοντάς την με μόνη την υπογραφή του και οι β΄ και γ΄ των καθών (σύζυγος και κόρη του, αντιστοίχως) ήταν απλά μέλη. Σκοπός της εταιρείας (2ο άρθρο του καταστατικού) ήταν «η συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρειών, εισηγμένων ή μη στο χρηματιστήριο, του χρηματοοικονομικού, εμπορικού και βιομηχανικού τομέα, η συμμετοχή σε επιχειρήσεις… για την παραγωγή ή εμπορία οποιοδήποτε προϊόντος και για την παροχή υπηρεσιών και η παροχή εγγυήσεων υπέρ εταιρειών στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει». Το μετοχικό της κεφάλαιο ήταν αρχικώς 60.000 €, το οποίο εν συνεχεία αυξήθηκε στο ποσό των 2.060.000 €. Από το έτος 2004 έως και το έτος 2009, η ανωτέρω εταιρεία προέβη στην έκδοση 13 ομολογιακών δανείων. Ειδικότερα όμως, όσον αφορά τα αναφερόμενα στην αίτηση έξι (6) κοινά ομολογιακά δάνεια, στα οποία συμμετείχαν οι αιτούντες με την αγορά ομολογιών, εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 2005-2006, κατόπιν αντιστοίχων αποφάσεων εκτάκτων ΓΣ της ανωτέρω εκδότριας εταιρείας, που εξουσιοδοτούσαν το ΔΣ αυτής να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, ενώ για την έκδοσή τους δε χρειαζόταν δημόσια κυκλοφορία ενημερωτικού δελτίου ούτε άδεια της επιτροπής κεφαλαιαγοράς, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των αιτούντων ως αβάσιμου, καθώς κανέναν από αυτά δεν απευθύνθηκε σε περισσότερα από 100 άτομα, τα οποία δεν ήταν ειδικοί επενδυτές (κατά τους ορισμούς των 2003/71/ΕΚ και 2001/34/ΕΚ ευρωπαϊκών οδηγιών) (8ο του Ν. 2190/20 και 10 του Ν. 876/1979, ως ισχύουν), ενώ μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2009, γινόταν κανονικά η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων τοκομεριδίων. Συνολικώς δε είχε μέχρι τότε καταβληθεί από την εκδότρια εταιρεία, για κεφάλαιο και τόκους, το ποσό των 41.420.000 €. Ωστόσο, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δύο εκ των βασικών εταιρειών του ομίλου ΑΣΠΙΣ δηλαδή της ασφαλιστικής εταιρείας Ασπίς Πρόνοια ΑΕΓΑ και Ασπίς Πρόνοια ΑΕΑΖ (καθώς και δύο ακόμη ασφαλιστικών εταιρειών), έπαυσε η πληρωμή των τοκομεριδίων που έληγαν έκτοτε. Να σημειωθεί δε, ότι τα τοκομερίδια των αιτούντων λήγουν κατά τα έτη 6ος/2010 έως και 2013, ενώ κατά το χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως δεν είχαν καταβληθεί τοκομερίδια συνολικού ποσού 137.400 € σε σχέση με το συνολικό ποσό των 8.407.391€. ωστόσο, το γεγονός της μη πληρωμής των τοκομεριδίων - τόσο της παρούσας, για τα ήδη ληξιπρόθεσμα όσο και της πιθανολογούμενης μέλλουσας, για τα λοιπά- αποτελεί περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης, στα πλαίσια των συμβάσεων δανείου που συνήψαν οι αιτούντες με την εκδότρια εταιρεία ΑΣΠΙΣ ΚΑΠΙΤΑΛ, η οποία δεν περιλαμβάνεται στους καθών. Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε αξίωση των αιτούντων θεμελιούμενη στις περί αδικοπραξίας διατάξεις και ειδικότερα αυτές περί απάτης κατά την έννοια που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Να σημειωθεί δε, ότι ούτε στην αίτηση γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη απατηλή συμπεριφορά των καθών φυσικών προσώπων και ιδίως της β΄ και γ΄ των καθών - πέρα της ιδιότητάς τους ως απλών μελών του ΔΣ της αντισυμβαλλομένης τους εταιρείας και του γεγονότος ότι οι εκδοθείσες έγχαρτες ομολογίες έφεραν και την υπογραφή της γ΄ των καθών που οδήγησε τους αιτούντες στην απόφαση για αγορά των ένδικων ομολογιών. Ειδικότερα δεν εκτίθεται ούτε από κανένα στοιχείο πιθανολογήθηκε με ποιο τρόπο παραπλανήθηκαν από τους καθών ώστε να προβούν στην αγορά των ομολογιών, την οποία απατηλή συμπεριφορά δηλαδή την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών - ως γεγονότων νοουμένων των συμβάντων του εξωτερικού κόσμου, αναγομένων στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτουν στις αισθήσεις και μπορούν να αποδειχθούν, δε συνιστά η υπόσχεση, εκ μέρους της εταιρείας ΚΑΠΙΤΑΛ, υψηλής απόδοσης της επένδυσής τους, η οποία ως εκ του γεγονότος ότι έδινε απόδοση 6-7%, σε σχέση με το τότε επιτόκιο μιας αντίστοιχης τραπεζικής καταθέσεως της τάξεως του 1,5-2%, ήταν υψηλού ρίσκου. Άλλωστε πιθανολογήθηκε, ότι για την απόκτηση των ομολογιών, οι αιτούντες συμπλήρωσαν «αίτηση προεγγραφής» -παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό τους που επιχείρησε να θεμελιώσει ο επιμελεία τους εξετασθέντας μάρτυρας Γιόνης- στην οποία αναφερόταν το είδος του δανείου (κοινό ομολογιακό), η διάρκειά του, το συνολικό ποσό, η απόδοσή του (6% ή 7% ετησίως, κατά περίπτωση), η αξία της κάθε ομολογίας και ο αριθμός λογαριασμού στην Ασπίς Τράπεζα ΑΕ ή Alpha Bank ΑΕ, όπου ο υποψήφιος ομολογιούχος ανελάμβανε την υποχρέωση να καταθέσει το αντίστοιχο αυτής ποσό (40.000 € ή 50.000 € για κάθε ομολογία, κατά περίπτωση). Επίσης, στο κείμενο της αίτησης αναφερόταν ότι ο αιτούμενος την προεγγραφή ελάμβανε γνώση αλλά και αντίγραφο «του σχεδίου όρων του ομολογιακού δανείου». Εν συνεχεία, ο κάθε αιτών παρελάμβανε έγχαρτες ονομαστικές ομολογίες (αναλόγως του ποσού που είχε διαθέσει ο καθένας προς επένδυση), στην εμπρόσθια όψη των οποίων δίπλα στη φράση «είδος ομολογίας» και με ευκρινή στοιχεία αναγραφόταν η φράση «κοινή, έγχαρτη, ονομαστική, μη εξασφαλισμένη ομολογία». Επίσης, στην οπίσθια όψη της κάθε έγχαρτης ομολογίας αναφερόταν το κείμενο της «σύμβασης έκδοσης» του κάθε ομολογιακού δανείου, στο προοίμιο της οποίας αναφερόταν ότι επρόκειτο για «μη εξασφαλισμένο» ομολογιακό δάνειο, ενώ ως «διαχειριστής και εντολοδόχος πληρωμών» και όχι ως εγγυήτρια, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούντες, οριζόταν η «Ασπίς Τράπεζα ΑΕ».
Η έλλειψη δε εγγυητικής ευθύνης ως προς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού εκ μέρους της διαχειρίστριας τράπεζας, διατυπωνόταν ρητώς και στο άρθρο 1 παρ. 10 της συμβάσεως. Ακόμη, εκτός της αναφοράς στην εμπρόσθια όψη -κατά τα προεκτεθέντα- στο άρθρο 1 παρ.2 της συμβάσεως αναφερόταν ρητώς ότι το συνολικό ποσό του -εκάστοτε- ομολογιακού δανείου, που διαιρεμένο σε ομολογίες «κοινές, έγχαρτες, μη εξασφαλισμένες καθ’ οιονδήποτε τρόπο». Αλλά ούτε και ο περαιτέρω ισχυρισμός των αιτούντων ότι δηλαδή κατά την απ’ αυτούς απόκτηση των ομολογιών, οι καθών, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ΚΑΠΙΤΑΛ (και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η β΄ και γ΄ εν είχαν αυτή την ιδιότητα, όπως προαναφέρθηκε) είχαν ειλημμένη την απόφαση να εισπράξουν τα χρήματα του επενδυτικού κοινού και να τα οικειοποιηθούν, πιθανολογείται ως βάσιμος, καθόσον πιθανολογήθηκε ότι μέχρι και το >Σεπτέμβριο του έτους 2009, η ΚΑΠΙΤΑΛ προέβαινε κανονικά σε καταβολές ληξιπρόθεσμων τομομεριδίων, συνολικού ποσού 41.420.000 €, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε αξίωση των αιτούντων, αλλά και του προσθέτως παρεμβαίνοντος, κατά των καθών, θεμελιούμενη στις περί αδικοπραξιών και ειδικότερα περί απάτης διατάξεις, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται ενόψει του αντικειμένου της δίκης (178 παρ. 3 ΚΔικηγ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Θεωρείται δίκη κατηργημένη προς του 38ο. 61ο, 62ο και 63ο των αιτούντων και Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
- Συνεκδικάζει την από 24-2-2010 αίτηση με την από 16-4-2010 προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση.
- Απορρίπτει την αίτηση και την πρόσθετη παρέμβαση.
Κρίθηκε κλπ.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε για την επικοινωνία.