Δημοσιεύθηκε στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οι νέες διατάξεις για την προστασία της κύριας κατοικίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 84 του νόμου, η ισχύς των νέων διατάξεων αρχίζει την 30η Απριλίου 2019.
Οι προϋποθέσεις τις οποίες θα πρέπει
να πληροί σωρευτικά ένας δανειολήπτης προκειμένου να ενταχθεί στο νέο
πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας είναι οι ακόλουθες:
Καταρχήν θα πρέπει να επρόκειτο για φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς πτωχευτική ικανότητα το οποίο έχει εμπράγματο δικαίωμα αποκλειστικής ή κατ’ ιδανικό μερίδιο κυριότητας, πλήρους ή ψιλής, ή επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα.
Καταρχήν θα πρέπει να επρόκειτο για φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς πτωχευτική ικανότητα το οποίο έχει εμπράγματο δικαίωμα αποκλειστικής ή κατ’ ιδανικό μερίδιο κυριότητας, πλήρους ή ψιλής, ή επικαρπίας σε ακίνητο, το οποίο αποτελεί την κύρια κατοικία του και βρίσκεται στην Ελλάδα.
Η αξία της
προστατευόµενης κύριας κατοικίας, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης,
δεν υπερβαίνει τα 175.000 ευρώ, αν στις οφειλές περιλαµβάνονται
επιχειρηµατικά δάνεια, και τα 250.000 ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση.
Το οικογενειακό εισόδηµα
του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος, για το οποίο
υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, δεν υπερβαίνει τα
12.500 ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ για τον σύζυγο
και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώµενο µέλος και µέχρι τα τρία
εξαρτώµενα µέλη.
Αν το σύνολο των οφειλών
υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία του αιτούντα, του
συζύγου του και των εξαρτώµενων µελών, πέραν της κύριας κατοικίας του
αιτούντα, καθώς και τα µεταφορικά µέσα του αιτούντα και του συζύγου του,
έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ κατά το χρόνο
υποβολής της αίτησης.
Οι καταθέσεις, τα
χρηµατοπιστωτικά προϊόντα και τα πολύτιµα µέταλλα, σε νοµίσµατα ή
ράβδους, του αιτούντος και του συζύγου του και των εξαρτώµενων µελών
έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ κατά το χρόνο
υποβολής της αίτησης.
Υφίσταται τουλάχιστον µία οφειλή επιδεκτική ρύθµισης
Το σύνολο του ανεξόφλητου
κεφαλαίου, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιηµένοι τόκοι και, αν
υπάρχουν, έξοδα εκτέλεσης, κατά την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης, δεν
υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή ή τις 100.000 ανά πιστωτή αν
στις οφειλές αυτές περιλαµβάνονται επιχειρηµατικά δάνεια. Αν η οφειλή
έχει συνοµολογηθεί σε άλλο, πλην ευρώ, νόµισµα, τότε για τον καθορισµό
του µέγιστου ορίου των 130.000 ευρώ ή των 100.000 ευρώ, αντίστοιχα
λαµβάνεται υπόψη η ισοτιµία αλλοδαπού νοµίσµατος και ευρώ κατά τον χρόνο
υποβολής της αίτησης.
Δίδεται στο φυσικό
πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι ανωτέρω προυποθέσεις, να ρυθµίσει
οφειλές του από οποιαδήποτε αιτία προς πιστωτικά ιδρύµατα, καθώς και
οφειλές του από στεγαστικό δάνειο προς το Ταµείο Παρακαταθηκών και
Δανείων, εφόσον για τις οφειλές αυτές έχει εγγράφει, πριν την άσκηση της
παρούσας αίτησης υποθήκη ή προσηµείωση υποθήκης σε ακίνητο, που
χρησιµοποιείται ως κύρια κατοικία του, και οι οφειλές αυτές βρίσκονταν
σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ηµερών κατά την 31η Δεκεµβρίου 2018.
Ο τρίτος κύριος µπορεί να
ρυθµίσει οφειλές άλλων ενοχικά υπόχρεων φυσικών προσώπων από οποιαδήποτε
αιτία προς πιστωτικά ιδρύµατα ή από στεγαστικό δάνειο προς το Ταµείο
Παρακαταθηκών και Δανείων, για τις οποίες έχει παραχωρηθεί υποθήκη ή
προσηµείωση υποθήκης στη δική του κύρια κατοικία, εφόσον οι οφειλές
αυτές βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ηµερών κατά την 31η
Δεκεµβρίου 2018.
Άξιον μνείας και προσοχής είναι πως δεν ρυθµίζονται µε το παρόν οφειλές φυσικών προσώπων, για τις οποίες υφίσταται εγγύηση του Ελληνικού Δηµοσίου.
-Προσδιορισμός αξίας περιουσιακών στοιχείων
Προκειμένου να κριθεί η
επιλεξιμότητα του αιτούντος, ως αξία του ακινήτου, αν αυτό βρίσκεται
στην Ελλάδα, λογίζεται η φορολογητέα αξία για τον υπολογισμό του
συμπληρωματικού ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) όπως αυτή
προκύπτει από την τελευταία πράξη προσδιορισμού φόρου. Αν το ακίνητο
βρίσκεται στην αλλοδαπή, για την επιλεξιμότητα του αιτούντος λαμβάνεται
υπόψη η εμπορική αξία.
Για τον προσδιορισμό του καταβλητέου
ποσού, ως αξία της κύριας κατοικίας λογίζεται η εμπορική της αξία όπως
είχε καταχωρισθεί στα βιβλία του πιστωτικού ιδρύματος κατά την 31η
Δεκεμβρίου του τελευταίου έτους, πριν την υποβολή της αίτησης. Εάν η
αίτηση υποβληθεί μέχρι την 30η Απριλίου λαμβάνεται υπόψη η αξία της 31ης
Δεκεμβρίου του προτελευταίου έτους πριν την υποβολή της αίτησης. Ο
αιτών μπορεί να αποδείξει ότι η εμπορική αξία της κύριας κατοικίας του
είναι διαφορετική από την καταχωρισμένη στα βιβλία των πιστωτών, οπότε
το ποσό καθορίζεται με βάση την αποδεικνυόμενη εμπορική αξία.
Αν ο αιτών έχει κατ’ ιδανικό μερίδιο
κυριότητα, πλήρη ή ψιλή, ή επικαρπία στην κύρια κατοικία του, κρίσιμη
για την επιλεξιμότητά είναι η αξία της πλήρους και αποκλειστικής
κυριότητας. Για τον προσδιορισμό του καταβλητέου ποσού κατά το άρθρο 75,
κρίσιμη είναι η αξία του ιδανικού του μεριδίου και, αν ο αιτών έχει
επικαρπία ή ψιλή κυριότητα, το ήμισυ της αξίας της πλήρους κυριότητας.
-Ηλεκτρονική πλατφόρμα
Η διαδικασία που περιγράφεται
ανωτέρω με εξαίρεση τις διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του δικαστηρίου,
διεξάγεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων.
-Η υποβολή της αίτησης
Κάθε φυσικό πρόσωπο, στο οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας μπορεί
έως την 31η Δεκεμβρίου 2019 να υποβάλει αίτηση για ρύθμιση των οφειλών
με σκοπό την προστασία της κύριας κατοικίας του από την αναγκαστική
ρευστοποίηση.
Απαγορεύεται η υποβολή
δεύτερης αίτησης από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, ακόμα κι αν με τη δεύτερη
αίτηση ζητείται ρύθμιση διαφορετικών οφειλών σε σχέση με την πρώτη ή αν ο
αιτών εξέπεσε της ρύθμισης που προέκυψε από την προηγούμενη αίτηση.
Αν υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα της
αίτησης, τα οποία δεν μπορούν να διορθωθούν με εισαγωγή των στοιχείων
στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, μπορεί η αίτηση να διαγραφεί και ταυτόχρονα
να επανυποβληθεί.
Αν αποδεικνύεται με
δημόσια έγγραφα ότι η υπεύθυνη δήλωση είναι ψευδής, τότε, εφόσον η
ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, η δικαστική ή η
εξώδικη ρύθμιση θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, ο οφειλέτης εκπίπτει όλων
των δικαιωμάτων βάσει της ρύθμισης, οφείλει να καταβάλει στον πιστωτή
την οφειλή που προκύπτει από την αρχική σύμβαση μειωμένη κατά τα ποσά
που καταβλήθηκαν και ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επισπεύσει άμεσα
αναγκαστική εκτέλεση. Η εν λόγω οφειλή επιβαρύνεται με επιτόκιο πέντε
τοις εκατό (5%). Η Διοίκηση υποχρεούται να
ανακαλέσει με αναδρομική ενέργεια την απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η
συνεισφορά του Δημοσίου, αν αποδεικνύεται με οποιονδήποτε τρόπο ότι η
απόφαση στηρίχθηκε σε ψευδή στοιχεία. Σε αυτήν την περίπτωση το Δημόσιο
αναζητά από τον αιτούντα την καταβληθείσα συνεισφορά, η οποία
επιβαρύνεται με επιτόκιο πέντε τοις εκατό (5%) από τον χρόνο καταβολής
της.
-Προέλεγχος επιλεξιμότητας
Πριν την οριστική υποβολή της
αίτησης, η πλατφόρμα, με ειδική ένδειξη, ενημερώνει τον αιτούντα για την
επιλεξιμότητά του ή μη. Αν, παρά την ένδειξη για μη επιλεξιμότητα, ο
αιτών υποβάλει οριστικά την αίτησή του, η πλατφόρμα εμποδίζει την
περαιτέρω πρόοδο της διαδικασίας και εκδίδεται βεβαίωση περί απόρριψης
της αίτησης.
-Διαδικασία συναινετικής ρύθμισης
Μόλις υποβληθεί οριστικά η
αίτηση, η πλατφόρμα κοινοποιεί την αίτηση και τα συνοδευτικά της
έγγραφα στους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ζητείται να ρυθμιστούν.
Μέσα σε έναν μήνα από την
κοινοποίηση της αίτησης κάθε πιστωτής μπορεί να υποβάλλει πρόταση για
ρύθμιση της απαίτησής του. Αν ο πιστωτής αρνηθεί την υποβολή πρότασης,
ισχυριζόμενος ότι ο αιτών είναι μη επιλέξιμος, προσδιορίζει τον λόγο της
μη επιλεξιμότητας και μεταφορτώνει το σχετικό αποδεικτικό έγγραφο, αν
αυτό υπάρχει.
Οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των
πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορούν να διατυπώσουν προς τον οφειλέτη μία
κοινή πρόταση ή τις επιμέρους προτάσεις τους μέσω εκπροσώπου τους. Ως
εκπρόσωπος ορίζεται ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος δανειστής, ο οποίος
προηγείται στην υποθηκική τάξη, και σε κάθε άλλη περίπτωση ο δανειστής
με την υψηλότερη απαίτηση.
Μέσα σε έναν μήνα από τη λήξη της
προθεσμίας υποβολής προτάσεων των πιστωτών, ο αιτών δηλώνει ποιες από
τις υποβληθείσες προτάσεις αποδέχεται και ποιες απορρίπτει. Αν η
προθεσμία παρέλθει άπρακτη, λογίζεται ότι ο αιτών απέρριψε την
υποβληθείσα πρόταση ή τις υποβληθείσες προτάσεις. Η αποδοχή της πρότασης
από τον αιτούντα επέχει θέση ηλεκτρονικής υπογραφής του αναρτηθέντος
σχεδίου σύμβασης.
Η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης ολοκληρώνεται:
α) με την απόρριψη της αίτησης κατά το στάδιο του προελέγχου
β) με την παραίτηση του αιτούντος από την αίτησή του, η οποία υποβάλλεται ηλεκτρονικά και κοινοποιείται από την πλατφόρμα σε όλους τους πιστωτές,
γ) με την παράλειψη ή την άρνηση όλων των πιστωτών προς ρύθμιση να υποβάλουν πρόταση,
δ) με την αποδοχή ή την απόρριψη και της τελευταίας πρότασης πιστωτή από τον αιτούντα.
α) με την απόρριψη της αίτησης κατά το στάδιο του προελέγχου
β) με την παραίτηση του αιτούντος από την αίτησή του, η οποία υποβάλλεται ηλεκτρονικά και κοινοποιείται από την πλατφόρμα σε όλους τους πιστωτές,
γ) με την παράλειψη ή την άρνηση όλων των πιστωτών προς ρύθμιση να υποβάλουν πρόταση,
δ) με την αποδοχή ή την απόρριψη και της τελευταίας πρότασης πιστωτή από τον αιτούντα.
Η πρόταση ρύθμισης του
πιστωτή, που έγινε αποδεκτή από τον αιτούντα αποτελεί εκτελεστό τίτλο,
δυνάμει του οποίου μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση στη λοιπή
περιουσία του αιτούντα πλην της κύριας κατοικίας του, καθώς και στην
κύρια κατοικία, αν ο οφειλέτης εκπέσει. Ο ενδιαφερόμενος
πιστωτής δικαιούται να καταθέσει αντίγραφο της γενόμενης αποδεκτής
ρύθμισης στο Ειρηνοδικείο της κατοικίας του αιτούντος.
Ρυθμιζόμενοι πιστωτές του ιδιωτικού
τομέα, που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα ή εταιρείες διαχείρισης
απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και που κατέστησαν πιστωτές λόγω
υποκατάστασης ή διαδοχής πιστωτικού ιδρύματος, διενεργούν τις ανωτέρω
πράξεις, μόνο αφότου κοινοποιήσουν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διεύθυνση
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και, αν είναι νομικά πρόσωπα, τα φυσικά
πρόσωπα που τα εκπροσωπούν καθώς και τα νομιμοποιητικά τους έγγραφα.
Αν μεταξύ των προς ρύθμιση
πιστωτών περιλαμβάνονται ιδιώτες, οι οποίοι δεν έχουν κοινοποιήσει στην
Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο αιτών επιδίδει
αντίγραφο της αίτησης σε αυτούς και μεταφορτώνει στην πλατφόρμα το
αποδεικτικό επίδοσης. Στην περίπτωση αυτή, οι προθεσμίες της διαδικασίας
συναινετικής ρύθμισης, καθώς και η προσωρινή προστασία, ξεκινούν από τη
μεταφόρτωση του τελευταίου αποδεικτικού επίδοσης.
Η εκπροσώπηση του αιτούντα ή κάθε συμμετέχοντος πιστωτή από δικηγόρο είναι προαιρετική.
-Όροι προστασίας της κύριας κατοικίας
Για την προστασία της
κύριας κατοικίας του, ο αιτών καταβάλλει το εκατόν είκοσι τοις εκατό
(120%) της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ αξίας αυτής σε μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές
δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά δύο
τοις εκατό (2%). Αν το εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%) της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ
αξίας της κύριας κατοικίας υπερβαίνει το σύνολο των οφειλών που
περιλαμβάνονται στην αίτηση, τότε καταβάλλεται το σύνολο των οφειλών σε
αντίστοιχες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.
Το ανωτέρω ποσό καταβάλλεται σε χρονικό διάστημα
εικοσιπέντε (25) ετών, το οποίο όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει το 80ο
έτος της ηλικίας του αιτούντος, εκτός εάν συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής
των πιστωτών, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης.
Αν ρυθμίζονται περισσότεροι από ένας
πιστωτές, τότε η μηνιαία δόση, που προκύπτει, επιμερίζεται μεταξύ των
ρυθμιζόμενων πιστωτών, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους σε
πλειστηρίασμα που θα προέκυπτε, αν η κύρια κατοικία πλειστηριαζόταν
χωρίς έξοδα εκτέλεσης και χωρίς κατάταξη λοιπών πιστωτών, που δεν
αναφέρονται στην αίτηση.
Συνεισφορά Δημοσίου
Το Δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές. Η
συνεισφορά καταβάλλεται σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο
τον οφειλέτη. Η συνεισφορά του Δημοσίου δεν κατάσχεται ούτε
συμψηφίζεται. Για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν
απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα του οφειλέτη.
Η αίτηση του άρθρου 72 επέχει
θέση αίτησης και για τη συνεισφορά του Δημοσίου. Με την υποβολή της
αίτησης το Δημόσιο αποκτά πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα και τα έγγραφα που
ανταλλάσσονται μεταξύ του αιτούντος και των πιστωτών στο πλαίσιο της
διαδικασίας.
Για να συνεισφέρει το Δημόσιο,
πρέπει να ρυθμιστούν, συναινετικά ή δικαστικά, όλες οι οφειλές που είναι
επιδεκτικές ρύθμισης και το συμφωνηθέν σχέδιο ρύθμισης να είναι σύμφωνο
με το άρθρο 75.
Η συνεισφορά του Δημοσίου διαρκεί
για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση. Οι προϋποθέσεις και το ποσό της
συνεισφοράς του Δημοσίου επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως κάθε έτος. Ο
δικαιούχος μπορεί μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από τον αρχικό
προσδιορισμό ή την τελευταία αναπροσαρμογή της συνεισφοράς να ζητήσει
μεταρρύθμιση του ποσοστού συνεισφοράς, αν εξαιτίας μεταβολής των
εισοδημάτων του, των εύλογων δαπανών διαβίωσης ή του επιτοκίου αναφοράς,
προκύπτει αδυναμία του να καταβάλει τη δική του συνεισφορά. Μέχρι την
αποδοχή της αίτησης για αναπροσαρμογή της συνεισφοράς ο οφειλέτης
οφείλει να συνεχίζει να καταβάλλει το ποσό που τον βαρύνει σύμφωνα με
την προηγούμενη απόφαση περί συνεισφοράς. Η αναπροσαρμογή της
συνεισφοράς δεν επηρεάζει τη μηνιαία δόση που λαμβάνουν οι λοιποί
πιστωτές.
Η συνεισφορά του Δημοσίου
διακόπτεται, αν ο δικαιούχος καθυστερήσει την καταβολή του ποσού που
βαρύνει τον ίδιο. Αν ο δικαιούχος δεν καταβάλει εγκαίρως το ποσό που
βαρύνει τον ίδιο, ο θιγόμενος πιστωτής υποχρεούται να ενημερώσει,
εγγράφως ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το αργότερο μέσα σε έναν (1)
μήνα από τη θεμελίωση των δικαιωμάτων του άρθρου 80, το όργανο που είναι
αρμόδιο να αποφασίζει για τη συνεισφορά του Δημοσίου.
Καθυστέρηση του Δημοσίου να καταβάλει την εγκριθείσα συνεισφορά μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση του αιτούντα, μόνο
εφόσον το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση υπερβαίνει αθροιστικά
την αξία εννέα (9) μηνιαίων δόσεων συνεισφοράς και ο πιστωτής έχει
ενημερώσει τον οφειλέτη ως προς την υπερημερία του Δημοσίου το αργότερο
έως τον έκτο μήνα υπερημερίας.
Αν ο οφειλέτης εκπέσει ως προς οποιονδήποτε πιστωτή, το Ελληνικό Δημόσιο αναζητά από τον οφειλέτη όλα τα ποσά που κατέβαλε.
-Δικαστική ρύθμιση
Φυσικό πρόσωπο, που υπέβαλε οριστικά την αίτηση του άρθρου 72 κατά το στάδιο του προελέγχου μπορεί
να ζητήσει από το δικαστήριο την προστασία της κύριας κατοικίας του δεν
κρίθηκε επιλέξιμος ή αν, ενώ κρίθηκε επιλέξιμος, για οποιονδήποτε λόγο
δεν επιτεύχθηκε συμφωνία με έναν ή περισσότερους από τους πιστωτές.
Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου, στο οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία του αιτούντος.
Το δικαστήριο δικάζει κατά
τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η συζήτηση της αίτησης
προσδιορίζεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα μέσα σε έξι μήνες από την
κατάθεσή της.Η απόφαση εκδίδεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη
συζήτηση.
Η αίτηση ασκείται μέσα σε
προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ολοκλήρωση της
διαδικασίας της συναινετικής ρύθμισης. Στην εν λόγω δεν συνυπολογίζεται
το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου.
Η αίτηση στρέφεται κατά των πιστωτών, με τους οποίους δεν επιτεύχθηκε συναινετική ρύθμιση
Εν συνεχεία, η αίτηση
μεταφορτώνεται, επί ποινή απαραδέκτου, μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες
ημέρες από την κατάθεσή της, στην πλατφόρμα του άρθρου 71, μέσω της
οποίας κοινοποιείται στους συμμετέχοντες πιστωτές. Η κοινοποίηση του
προηγούμενου εδαφίου επέχει θέση επίδοσης στους πιστωτές.
Το δικαστήριο καθορίζει ενιαίο
σχέδιο ρύθμισης έναντι των πιστωτών, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση.
Από το ποσό αφαιρείται το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε σε συμμόρφωση
προς την προσωρινή διαταγή. Η απόφαση δεν θίγει τις ρυθμίσεις
που επιτεύχθηκαν συναινετικά. Αν το δικαστήριο κρίνει τον αιτούντα ως
μη επιλέξιμο, απορρίπτει την αίτηση και επιβάλλει την ποινή του άρθρου
205 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία στην περίπτωση αυτή ισούται
με το πέντε τοις εκατό (5%) της συνολικής οφειλής, της οποίας ζητήθηκε η
ρύθμιση, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη των 1.500 ευρώ ούτε να
υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ.
Η απόφαση συνιστά τίτλο εκτελεστό
ως προς τις καταβολές που ορίζει, δυνάμει του οποίου μπορεί να
επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση στη λοιπή περιουσία του αιτούντος πλην
της κύριας κατοικίας του, καθώς και στην κύρια κατοικία, αν ο οφειλέτης
εκπέσει.
-Προσωρινή προστασία
Από την κοινοποίηση
της αίτησης αφού προηγουμένως ο οφειλέτης έχει κριθεί επιλέξιμος
κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας και μέχρι τη λήξη της προθεσμίας
για δικαστική ρύθμιση του άρθρου 77 παρ.4αναστέλλεται αυτοδικαίως
κάθε πλειστηριασμός της κύριας κατοικίας του αιτούντος.
Η αναστολή της παρούσας παραγράφου αντιτάσσεται στο σύνολο των
πιστωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Έναντι των
πιστωτών, που δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, η αναστολή της
παρούσας παραγράφου αρχίζει να ισχύει από τη μεταγραφή ή την
καταχώριση της αίτησης.
Ο δικαστής του
πρωτοβάθμιου ή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η
αίτηση, μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ύστερα
από σχετικό αίτημα, να εκδώσει υπέρ του αιτούντος, που κρίθηκε
επιλέξιμος, αλλά για οποιονδήποτε λόγο δεν ρύθμισε συναινετικά
μία ή περισσότερες οφειλές του, προσωρινή διαταγή, που
καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση ή την έφεση ή την κλήση ή στα
πρακτικά, με την οποία παρα- τείνεται η αναστολή μέχρι την έκδοση
οριστικής απόφασης.
Η προσωρινή διαταγή της
παρούσας παραγράφου εκδίδεται εφόσον πιθανολογείται ότι η αίτηση
είναι βάσιμη, καθώς και ότι, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης
η κύρια κατοικία του αιτούντος θα έχει πλειστηριαστεί. Αν
ο πιστωτής παρέλειψε να υποβάλει πρόταση, χωρίς να επικαλεστεί μη
επιλεξιμότητα του αιτούντα, η προσωρινή διαταγή χορηγείται υπό
τον όρο καταβολής του ημίσεος της τελευταίας ενήμερης δόσης πριν
την άσκηση της αίτησης.
Αν ο
αιτών δεν αποδέχτηκε την πρόταση του πιστωτή, η προσωρινή διαταγή
χορηγείται υπό τον όρο καταβολής της μηνιαίας δόσης που όριζε η
απορριφθείσα πρόταση. Αν το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής
περιέχεται σε εμπρόθεσμη αίτηση, τότε μέχρι τη συζήτησή του η
αναστολή παρατείνεται αυτοδικαίως. Το δικαστήριο μπορεί να
ανακαλέσει την προσωρινή διαταγή οποτεδήποτε. Εάν ο αιτών
καταστεί υπερήμερος ως προς τις μηνιαίες καταβολές που ορίζει το
δικαστήριομε συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να
υπερβαίνει αθροιστικά την αξία τριών (3) μηνιαίων δόσεων, τότε η
προσωρινή διαταγή καθίσταται ανίσχυρη για το μέλλον και ο
δανειστής ανακτά το δικαίωμα να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση.
Ο αιτών που κρίθηκε μη
επιλέξιμος μπορεί να αναστείλει τον πλειστηριασμό της κύριας
κατοικίας του, σύμφωνα με το άρθρο 1000 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας. Το άρθρο 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν
εφαρμόζεται.
Η αναστολή εκτέλεσης
συνεπάγεται αυτοδίκαια την απαγόρευση της διάθεσης ή της
επιβάρυνσης της κύριας κατοικίας του αιτούντος.
Η αναστολή εκτέλεσης
δεν εμποδίζει την επιβολή αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών
μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, αρκεί να μην
πραγματοποιηθεί πλειστηριασμός, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής
εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του
οφειλέτη, ούτε την άσκηση αγωγής ή την έκδοση διαταγής πληρωμής
για τις απαιτήσεις, των οποίων ζητείται η ρύθμιση.
-Συνέπειες ρύθμισης
Μετά την επίτευξη
συναινετικής ή δικαστικής ρύθμισης με τουλάχιστον έναν πιστωτή,
δεν επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πιστωτή του δημόσιου ή ιδιωτικού
τομέα, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια κατοικία του
αιτούντος, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτής, η εγγραφή
υποθήκης ή η τροπή προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη.
Οι ανωτέρω απαγορεύσεις δεν
ισχύουν για τους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ήταν
επιδεκτικές ρύθμισης, τελικά όμως, για οποιοδήποτε λόγο, δεν
ρυθμίστηκαν, συναινετικά ή δικαστικά. Στις περιπτώσεις αυτές όλοι
οι πιστωτές, ακόμη και όσοι ρύθμισαν τις απαιτήσεις τους, μπορούν
να αναγγελθούν για το σύνολο των απαιτήσεών τους.
Με τη συναίνεση του αιτούντος,
μπορεί να εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκη για απαίτηση που
γεννιέται κατά τη διάρκεια της ρύθμισης. Για τον πιστωτή αυτό
επιτρέπεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης.
Αν ο αιτών αποβιώσει
πριν την ολοκλήρωση της ρύθμισης, τότε η ρύθμιση διακόπτεται,
εκτός αν συμ- βλήθηκε εγγυητής. Αν ο κληρονόμος χρησιμοποιεί την
κληρονομιαία κύρια κατοικία ως δική του κύρια κατοικία και πληροί
τα κριτήρια επιλεξιμότητας κατά το χρόνο θανάτου του
κληρονομουμένου, μπορεί να ζητήσει κατά τον παρόντα νόμο τη
συνέχιση της ρύθμισης και την εκ νέου χορήγηση της συνεισφοράς του Δημοσίου, ακόμα και μετά την πάροδο της προθεσμίας της 31ης Δεκεμβρίου 2019.
-Αθέτηση της ρύθμισης
Αν ο αιτών καταστεί
υπερήμερος ως προς τις μηνιαίες καταβολές της συναινετικής ή της
δικαστικής ρύθμισης, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε
καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικά την αξία τριών (3) μηνιαίων
δόσεων, ο θιγόμενος πιστωτής δικαιούται, με εκτελεστό τίτλο τη
συναινετική ρύθμιση ή την δικαστική απόφαση, να επισπεύσει
αναγκαστική εκτέλεση ακόμη και στην κύρια κατοικία του αιτούντα.
Κατά παρέκκλιση της παρ. 1 του άρθρου 926 του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας, το χρονικό διάστημα, που πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ
της επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της κατάσχεσης,
ανέρχεται σε τριάντα (30) ημερολογιακές μέρες. Κατά της
αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία επισπεύδεται κατά το παρόν άρθρο,
επιτρέπονται όλα τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται κατά την
κείμενη νομοθεσία.
-Ολοκλήρωση της ρύθμισης
Με την επιτυχή ολοκλήρωση της
ρύθμισης και την πλήρη συμμόρφωση του οφειλέτη αποσβήνεται το
τμήμα των ρυθμισμένων απαιτήσεων που υπερβαίνει το εκατόν είκοσι
τοις εκατό (120%) της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του
προσαυξημένο βέβαια ως προλέχθει με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου
προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%). και αποσβήνεται κάθε
υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, που εγγράφηκε στην κύρια κατοικία
για ρυθμισμένη απαίτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε για την επικοινωνία.