Η Ε.Π.Κ.ΧΑΝ ενημερώνει τους καταναλωτές ότι, το Νομικό Συμβούλιο
του Κράτους σε σχετική γνωμοδότησή του αποφάσισε ότι, έχουν δικαίωμα
οι πολίτες που έχουν κηρύξει πτώχευση να λαμβάνουν μέτρα για την
προστασία της περιουσίας τους, από διεκδικήσεις των φορολογικών Αρχών.
Η Απόφαση η οποία έγινε αποδεκτή από τον Yπουργό Οικονομικών Γ.
Παπακωνσταντίνου ως έχει για την προστασία των πολιτών..
Σύμφωνα με ενημέρωση της Ε.Π.Κ.ΧΑΝ, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους,
έκρινε ομόφωνα, ότι μετά την κήρυξη της πτώχευσης,δικαίωμα άσκησης
προσφυγής και υποβολής πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς
(διοικητικός ή δικαστικός συμβιβασμός ) έχει μόνο ο σύνδικος της
πτώχευσης.
Ακόμη, έκρινε κατά πλειοψηφία το Ν.Σ.του Κράτους , ότι σε περίπτωση
κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου της πτώχευσης, ο πτωχός
νομιμοποιείται, κατ΄εξαίρεση , στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την
προστασία της πτωχευτικής περιουσίας και των συμφερόντων του, ασκώντας
προσφυγή κατά των πράξεων της φορολογικής αρχής ή υποβάλλοντας πρόταση
διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
Για περισσότερη ενημέρωση στο τηλ.της Ε.Π.Κ.ΧΑΝ .282109266
Η Πρόεδρος της ΄Ενωσης Προστασίας Καταναλωτών Ν. Χανίων
Ιωάννα Μελάκη
ΠΟΛ.1126/6.9.2010
Σχετικά με το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε ότι εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 302/2009 γνωμοδότηση του ΝΣΚ (Ολομέλεια Διακοπών), με την οποία έγινε δεκτό:
α) Ομόφωνα, ότι μετά την κήρυξη της πτώχευσης δικαίωμα άσκησης προσφυγής και υποβολής πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς (διοικητικός ή δικαστικός συμβιβασμός) έχει μόνο ο σύνδικος της πτώχευσης.
β) Κατά πλειοψηφία, ότι σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου της πτώχευσης, ο πτωχός νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας και των συμφερόντων του, ασκώντας προσφυγή κατά των πράξεων της φορολογικής αρχής ή υποβάλλοντας πρόταση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
Την παραπάνω γνωμοδότηση, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Οικονομικών κατά τα ανωτέρω, σας κοινοποιούμε για ενημέρωσή σας.
ΝΣΚ (Ολομέλεια Διακοπών)
Γνωμοδότηση 302/22.7.2009
Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται αν ο πτωχός έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής και υποβολής πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
Επί του ανωτέρω ερωτήματος, το ΝΣΚ (Ολομέλεια Διακοπών), γνωμοδότησε ως ακολούθως:
I. Εφαρμοστέες διατάξεις
α) Στο άρθρο 1 του Πτωχευτικού Κώδικα (Π.Κ. – Ν.3588/2007, ΦΕΚ 153/Α’) ορίζεται ότι: «1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου … 4. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος». Στο άρθρο 25 του ίδιου Κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων», ορίζεται ότι: «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες». Στο άρθρο δε 182 του Π.Κ. ορίζεται ότι: «1. Ο παρών κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του. 2. Οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών». Κατά δε το άρθρο 180: «Ο παρών κώδικας αρχίσει να ισχύει από την 16η Σεπτεμβρίου 2007».
β) Στο άρθρο 2 του Α.Ν.635/1937 ορίζεται ότι: «Από της πρωΐας της ημέρας της επ’ ακροατηρίω δημοσιεύσεως της αποφάσεως της κηρυττούσης την πτώχευσιν ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Εν τη πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η μετά την κήρυξιν της πτωχεύσεως αποκτώμενη υπό του πτωχεύσαντος περιουσία. 3. Οι τόκοι και αι περιοδικαί παροχαί, και εάν γεννώνται μετά την κήρυξιν της πτωχεύσεως εξ ενοχής προϋφισταμένης της κηρύξεως, θεωρούνται ως πτωχευτική περιουσία. 4. Από της εν εδαφίω 1 προθεσμίας είναι αυτοδικαίως άκυρος ως προς την ομάδα πάσα δικαιοπραξία γενομένη υπό του πτωχεύσαντος ή προς τον πτωχεύσαντα και αφορώσα την πτωχευτικήν περιουσίαν».
Στο άρθρο 534 του Εμπορικού Νόμου ορίζεται ότι: «Από της κηρύξεως της πτωχεύσεως πάσα κατά του πτωχεύσαντος αγωγή αφορώσα την κινητήν ή ακίνητον αυτού περιουσίαν, παν μέτρον εκτελέσεως, είτε επί των κινητών, είτε επί των ακινήτων αυτού, εξακολουθούν ή επιχειρούνται κατά μόνων των συνδίκων. Δύναται όμως το δικαστήριον να δεχθή κατά το δοκούν αυτώ την παρέμβασιν του πτωχεύσαντος».
Περαιτέρω, στο άρθρο 26 του ΚΦΔ, που φέρει τον τίτλο «Ικανότητα του Πτωχού», ορίζεται ότι: «Ο πτωχός κατά τη διάρκεια της πτώχευσης, μπορεί να ασκήσει και ο ίδιος, ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προσφυγή και τα ένδικα μέσα που συγχωρούνται κατά της σχετικής απόφασης, καθώς επίσης και να παρασταθεί σ’ αυτά».
Στη διάταξη του άρθρου 24 του ΚΔΔ, που φέρει τον τίτλο «Δικανική Ικανότητα – Φυσικά πρόσωπα» ορίζεται ότι: «1. Ικανότητα να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων έχει το φυσικό πρόσωπο το οποίο: α) έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ή β) έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, αλλά μόνο ως προς τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη ρύθμιση σχέσεων για τις οποίες θεωρείται ικανό … 3. Αν το πρόσωπο δεν έχει δικανική ικανότητα για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων αποφασίζει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. 4. Κατ’ εξαίρεση, για να αποτραπεί τυχόν επικείμενος κίνδυνος, επιτρέπεται και σε μη ικανό πρόσωπο να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ύστερα από άδεια του προέδρου του συμβουλίου, ή του δικαστή, που διευθύνει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου πρόκειται να εισαχθεί ή εκκρεμεί η υπόθεση».
Στη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ότι: «Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος: α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, ή β) στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου».
γ) Στο άρθρο 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ – Ν.2238/1994) ορίζονται τα εξής: «1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, να αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυσης της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. 2. Η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομία, από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο… Τα πρόσωπα, που, κατά το προηγούμενο εδάφιο, προτείνουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού. 3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στην νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του». Στη δε διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.Δ.4600/1996 ορίζεται ότι: «1. Δικαστικός συμβιβασμός κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς».
δ) Τέλος, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Στο άρθρο δε 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το Ν.Δ.53 της 19/20.9.1974 (ΦΕΚ 256/Α’), ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…».
II. Θέση γνωμοδότησης
α) Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν.3588/2007, καταρχάς, συνάγεται ότι ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί ο σύνδικος και ότι, ως προς το τιθέμενο ερώτημα, ο νομοθέτης του νέου Πτωχευτικού Κώδικα προέκρινε τη λύση ότι μόνο ο σύνδικος νομιμοποιείται, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου ο οφειλέτης νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε δε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος (άρθρο 17). Συνεπώς, υπό την ισχύ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, ο πτωχός οφειλέτης του Δημοσίου δεν έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά πράξεων της φορολογικής αρχής ούτε δικαίωμα υποβολής πρότασης διοικητικής επίλυσης της φορολογικής διαφοράς (διοικητικός συμβιβασμός, που προβλέπεται από τις επιμέρους διατάξεις των φορολογικών νόμων), άλλωστε, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως κ.λπ. Κατ’ εξαίρεση δε, σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου (σωρευτικά), ο πτωχός οφειλέτης νομιμοποιείται στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας και των συμφερόντων του (άρθρο 25). Όσον αφορά, όμως, τις εκκρεμείς διαδικασίες, πριν από την έναρξη ισχύος του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (16.9.2007), κατ’ άρθρο 182 αυτού, οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επ’ αυτών.
Περαιτέρω, όσον αφορά τις εκκρεμείς διαδικασίες πριν από την έναρξη ισχύος του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, από τις διατάξεις του ΚΔΔ συνάγεται ότι το εν λόγω νομοθέτημα δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε ρύθμιση η οποία να απαγορεύει ή να επιτρέπει στον πτωχεύσαντα να ασκεί επ ‘ ονόματί του ένδικα βοηθήματα και μέσα και να παρίσταται σε αυτά, όπως προέβλεπε η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 26 του ΚΦΔ. Στην Εισηγητική Έκθεση όμως του ΚΔΔ, επί του άρθρου 240, οι προθέσεις του νομοθέτη έχουν καταγραφεί σαφώς ως ακολούθως:
«… Ως προς τη δικανική ικανότητα του πτωχού, η Επιτροπή δεν υιοθέτησε ρύθμιση αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 26 του ΚΦΔ. Προκρίθηκε δε η εκδοχή να σιωπήσει συναφώς ο Κώδικας, ώστε να έχουν, ως προς την δικανική ικανότητα του πτωχού, εφαρμογή οι οικείες ειδικές διατάξεις του άρθρου 534 του Εμπορικού Νόμου». Συνεπώς, ο πτωχός, μετά την ισχύ του ΚΔΔ, δεν κέκτηται τη νομιμοποίηση προς άσκηση προσφυγής κατά των εκδιδομένων και αφορωσών την πτωχευτική περιουσία καταλογιστικών πράξεων. Τούτο δε διότι εφαρμόζεται πλέον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 534 του Εμπορικού Νόμου, δυνάμει της οποίας μετά την κήρυξη της πτώχευσης, μόνος νομιμοποιούμενος ενεργητικώς και παθητικώς στις σχετικές δίκες, είναι ο σύνδικος της πτώχευσης (βλ. γνωμ. ΝΣΚ 307/2001, Τμήμα Γ’).
Περαιτέρω, η ανωτέρω παραδοχή ότι ο πτωχός, μετά την ισχύ του ΚΔΔ, δεν κέκτηται τη νομιμοποίηση προς άσκηση προσφυγής κατά των εκδιδομένων και αφορωσών την πτωχευτική περιουσία καταλογιστικών πράξεων, οδηγεί στην αυτονόητη παραδοχή ότι ο ίδιος δεν έχει τη δυνατότητα προς υποβολή πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Άλλωστε, από τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 2 εδάφιο 1 του ΚΦΕ, σαφώς συνάγεται ότι ο πτωχός δεν νομιμοποιείται να προβεί ιδίω ονόματι σε υποβολή πρότασης προς διοικητική επίλυσης της φορολογικής διαφοράς, ήτοι σε πρόταση για διοικητικό συμβιβασμό, που προβλέπεται από τις επιμέρους διατάξεις των φορολογικών νόμων ή σε πρόταση για δικαστικό συμβιβασμό, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.Δ.4606/1966 (η τελευταία διάταξη διατηρήθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 285 παρ. 2 του ΚΔΔ). Κατά τη διάταξη αυτή η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για πτωχεύσαντα, μόνο από τον σύνδικο της πτώχευσης (βλ. ομοίως γνωμ. ΝΣΚ 307/2001, Τμήμα Γ’).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά την ομόφωνη άποψη των μελών της Ολομέλειας Διακοπών του ΝΣΚ, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, δικαίωμα άσκησης προσφυγής και υποβολής πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς (διοικητικός ή δικαστικός συμβιβασμός) έχει μόνο ο σύνδικος της πτώχευσης.
β) Κατά την άποψη της πλειοψηφίας η οποία απαρτίστηκε από τους: Αλέξανδρο Τζεφεράκο, πρόεδρο του ΝΔΚ, Νικόλαο Μαυρίκα και Βασίλειο Κοντόλαιμο, αντιπροέδρους του ΝΣΚ, Βλάσιο Ασημακόπουλο, Σπυρίδωνα Δελλαπόρτα, Φωκίωνα Γεωργακόπουλο, Χρήστο Παπαδόπουλο, Χριστόδουλο Μπότσιο, Ιωάννη Τρίαντο, Πέτρο Τριανταφυλλίδη, Αλέξανδρο Καραγιάννη, Ηλία Δροσογιάννη, Ιωάννη Διονυσόπουλο, Ανδρέα Χαρλαύτη, Αντώνιο Κλαδιά, Στέφανο Δέτση, Νικόλαο Μουδάτσο, Παρασκευά Βαρελά, Βασιλική Δούσκα, Θεόδωρο Ψυχογυιό, Γεώργιο Κανελλόπουλο, Νίκη Μαριόλη, Ανδρέα Ανδρουλιδάκη, Δημήτριο Χανή, Νικόλαο Δασκαλαντωνάκη και Ευφροσύνη Μπερνικόλα, νομικούς συμβούλους και τη γνώμη του εισηγητή Παναγιώτη Πανάγου, παρέδρου ΝΣΚ, οι διατάξεις του ΚΔΔ και του ΚΦΕ, πρέπει να ερμηνευθούν ενόψει των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα ακρόασης και διοικητική προστασία) και αυτών του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα δικαστικής προστασίας). Ειδικότερα, δύναται βασίμως να υποστηριχθεί ότι ο πτωχός, σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου της πτώχευσης, κατ’ εξαίρεση, νομιμοποιείται στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας και των συμφερόντων του. Τυχόν δε αποστέρηση του πτωχού της ενεργητικής και παθητικής του νομιμοποίησης, επί των σχετιζόμενων με την πτωχευτική περιουσία φορολογικών δικών και του δικαιώματός του να προβεί ιδίω ονόματι σε υποβολή πρότασης προς διοικητική επίλυση της διαφοράς, σε περιπτώσεις κατεπείγουσες, κατά τις οποίες αδρανεί ο σύνδικος, μπορεί να οδηγήσει σε αποτελέσματα βλαπτικά για την πτωχευτική περιουσία και τα συμφέροντά του, τούτο δε προσκρούει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (βλ. Σ.τ.Ε. 635/2002). Συνεπώς, σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου ο πτωχός νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας, ασκώντας προσφυγή κατά των πράξεων της φορολογική αρχής ή υποβάλλοντας πρόταση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς (διοικητικός ή δικαστικός συμβιβασμός). Υπέρ της άποψης δε αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι την ίδια λύση προέκρινε και ο νομοθέτης του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρο 17 παρ. 4), προφανώς για να αντιμετωπίσει τα σχετικά προβλήματα που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή των προγενέστερων διατάξεων, ιδίως σε περιπτώσεις αδράνειας του συνδίκου. Έρεισμα δε στην ως άνω άποψη παρέχει και η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ΚΔΔ, κατά την οποία, κατ’ εξαίρεση, και προκειμένου να αποτραπεί τυχόν επικείμενος κίνδυνος, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, επιτρέπεται και σε μη ικανό πρόσωπο να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων.
γ) Κατά την άποψη όμως της μειοψηφίας, η οποία απαρτίστηκε από τους: Νικηφόρο Κανιούρα, αντιπρόεδρο ΝΣΚ, Βλάσιο Βούκαλη, Ανδρέα Φυτράκη, Χρυσαφούλα Αυγερινού και Κωνσταντίνο Χαραλαμπίδη, νομικούς συμβούλους, από την ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι, εκκρεμούσης της διαδικασίας της πτώχευσης, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά πράξεων της φορολογικής αρχής και υποβολής σχετικής πρότασης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, έχει μόνο ο σύνδικος της πτώχευσης, δεδομένου ότι ο πτωχός, μετά την ισχύ του ΚΔΔ στερείται της δυνατότητα να ασκεί ένδικα βοηθήματα και μέσα ιδίω ονόματι, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 2 του ΚΦΕ, σαφώς συνάγεται ότι ο πτωχός δεν νομιμοποιείται να προβεί ιδίω ονόματι σε υποβολή πρότασης προς διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς.
III. Κατόπιν των ανωτέρω, επί των τεθέντων ερωτημάτων, η Ολομέλεια Διακοπών του ΝΣΚ γνωμοδότησε: α) Ομόφωνα μεν, ότι μετά την κήρυξη της πτώχευσης δικαίωμα άσκησης προσφυγής και υποβολής πρότασης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς (διοικητικός ή δικαστικός συμβιβασμός) έχει μόνον ο σύνδικος της πτώχευσης. β) Κατά πλειοψηφία δε, ότι σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου της πτώχευσης, ο πτωχός νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας και των συμφερόντων του, ασκώντας προσφυγή κατά των πράξεων της φορολογικής αρχής ή υποβάλλοντας πρόταση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Ν. ΧΑΝΙΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Α/Μ35
Ταχ.δ/νση:Πλ.1866 Αρ.2
Email: epkxan@gmail.com
Τηλ-Φαξ:2821092666-28210 92306