Ο ν. 3869/2010 όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4161/2013
3869/2010 όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4161/203
1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει,
χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους
(εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση
που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση "των οφειλών
τους" και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής.
2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών, οι οποίες: είτε
α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την
έναρξη της διαδικασίας της παραγράφου 1 του άρθρου 4 είτε
β) προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά
πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους
Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης
είτε
γ) προέκυψαν από χορήγηση δανείων από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με
τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του ν. 3586/2007, όπως ισχύουν (Α' 151).
3. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά.
1. Τα μέρη δύνανται πριν την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4
παράγραφος 1 του παρόντος να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Σε
περίπτωση που επιλεγεί αυτή η διαδικασία και αποτύχει, ο οφειλέτης δύναται να
καταθέσει την αίτηση του άρθρου 4 του παρόντος ενώπιον του αρμόδιου
Ειρηνοδικείου με το αναφερόμενο στο άρθρο 4 του παρόντος περιεχόμενο, καθώς και
αντίγραφο του πρακτικού αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Μετά την υποβολή της
αίτησης του άρθρου 4 ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, ο οφειλέτης υποχρεούται
να ακολουθήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 διαδικασία. Στο πλαίσιο του
προδικαστικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης δύναται να ζητά τη συμβουλευτική
συνδρομή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Φιλικού Διακανονισμού που
προβλέπεται στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994 (Α΄ 191) της Ένωσης Καταναλωτών που
είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 10 του ν.
2251/1994 ή του Μεσολαβητή Τραπεζικών Επενδυτικών Υπηρεσιών ή δικηγόρου.
Οι παράγραφοι 2 και 3 καταργούνται.
4. Τα
πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες από την υποβολή
σε αυτά σχετικού αιτήματος του οφειλέτη να του παραδώσουν χωρίς επιβάρυνση
αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών του κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα,
καθώς και το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται η οφειλή, καθώς και να τον
ενημερώσουν εγγράφως για το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας
ενήμερης δόσης. Ο Υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας επιβάλλει για κάθε
παράβαση της υποχρέωσης της παρούσας παραγράφου πρόστιμο που ανέρχεται από
πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ. Οι καταγγελίες για τις παραβάσεις αυτές
κατατίθενται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας,
Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
5. Αν
εκχωρηθεί απαίτηση πιστωτή προς τρίτους, ο εκδοχέας που δεν έχει κύρια κατοικία
ή έδρα στην Ελληνική Επικράτεια οφείλει να ορίσει αντίκλητο στην Ελληνική Επικράτεια
κατά το άρθρο 142 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και να τον γνωστοποιήσει στον
οφειλέτη. Μέχρι τη γνωστοποίηση τεκμαίρεται ως αντίκλητος ο τελευταίος
εκχωρητής της απαίτησης με κύρια κατοικία ή έδρα στην Ελληνική Επικράτεια.»
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης που προβλέπεται στην
παράγραφο 1 του άρθρου 4 είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο
οφειλέτης έχει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του. To αρμόδιο Ειρηνοδικείο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας.
1. Για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο
γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου. Η αίτηση πρέπει να περιέχει: α) κατάσταση
της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ίδιου και του συζύγου
του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο,
τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με
εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την
περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη.
2. Η
αίτηση της προηγούμενης παραγράφου, προς διευκόλυνση του προδικαστικού
συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο παραδεκτού, συνοδεύεται από: α. έγγραφα που
έχει στη διάθεσή του σχετικά με την περιουσία του, τα κάθε φύσης εισοδήματά
του, τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους και β. υπεύθυνη δήλωση για την
ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και
β΄ της προηγούμενης παραγράφου και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων
επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία. Η παρ. 6 του άρθρου 22
του ν. 1599/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του ν.
2479/ 1997 (Α΄ 67) εφαρμόζεται και για την υπεύθυνη δήλωση του προηγούμενου
εδαφίου. Τα υπό α΄ και β΄ έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται εντός πέντε (5)
εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης.»
3. Η
δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται μέσα σε έξι (6) μήνες από
την ημερομηνία κατάθεσής της. Με την κατάθεση της αίτησης προσδιορίζεται και η
ημέρα επικύρωσης, κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος προδικαστικός
συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για την
έκδοση προσωρινής διαταγής. Για την έκδοση προσωρινής διαταγής και τη λήψη
προληπτικών μέτρων εφαρμόζεται το άρθρο 781 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η
ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς δύο (2) μήνες μετά την κατάθεση
της αίτησης. Μέχρι την ημέρα της επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη
καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής
και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης
ο οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει στις μηνιαίες καταβολές που ορίζονται στο
άρθρο 5 παράγραφος 2 εδάφιο γ΄ του παρόντος.»
Η παρ. 4 του άρθρου 4 του ν.
3869/2010 καταργείται.
5. Με την υποβολή της αίτησης ανοίγει στο αρμόδιο δικαστήριο φάκελος του
οφειλέτη στον οποίο τοποθετούνται με μέριμνα της γραμματείας του όλα τα έγγραφα
και στοιχεία της υπόθεσης.
6. Αν δεν συμπεριληφθεί στην κατάσταση της παραγράφου 1 πιστωτής, η
απαίτησή του δεν επηρεάζεται από την πορεία της διαδικασίας που αρχίζει με την
υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και
Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται υποδείγματα των
πιστοποιητικών, δηλώσεων, καταστάσεων και σχεδίων διευθέτησης οφειλών που
προβλέπονται στο νόμο αυτόν.
1. Ο
οφειλέτης πρέπει εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση να επιδώσει την
αίτηση στους πιστωτές και τους εγγυητές. Εντός μηνός από την επίδοση οι
πιστωτές οφείλουν να καταθέσουν στο φάκελο τις απόψεις τους για το σχέδιο
ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος. Οι πιστωτές μπορούν να λάβουν γνώση όλων
των στοιχείων που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο. Αν πληρούνται οι
προϋποθέσεις συναίνεσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2−4 του παρόντος,
επέρχεται ο προδικαστικός συμβιβασμός των μερών. Ο συμβιβασμός των μερών
επικυρώνεται από τον Ειρηνοδίκη στην ταχθείσα ημέρα, κατά τα άρθρα 210 επ. και
293 Κ.Πολ.Δ., και επιφέρει την ανάκληση της αίτησης.
2. Αν
δεν επέλθει συμβιβασμός και επικύρωση, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει
κατά την ημέρα
επικύρωσης κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη ή πιστωτή ή και αυτεπαγγέλτως
την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, τη διατήρηση της
πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, καθώς και την καταβολή
μηνιαίων δόσεων μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης, οι οποίες
κατανέμονται συμμέτρως, εφόσον πρόκειται για καταβολές του άρθρου 8 παράγραφος
2, ή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 2, εφόσον υφίσταται
αίτημα εξαίρεσης εκποίησης των δικαιωμάτων στην κύρια κατοικία. Οι μηνιαίες
καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης,
συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα καταβολών του άρθρου 8 παράγραφος 2 ή
αντίστοιχα του άρθρου 9 παράγραφος 2. Το ποσό των τελευταίων ενήμερων μηνιαίων
καταβολών θα πρέπει να είναι εύλογο με βάση την οικονομική κατάσταση του
αιτούντος, ωστόσο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 10% των μηνιαίων δόσεων
που όφειλε να καταβάλει σε όλους τους δανειστές μέχρι τη στιγμή της υποβολής
της αίτησης, το δε ελάχιστο ποσό καταβολής συνολικά στους δανειστές ανέρχεται
σε 40 ευρώ μηνιαίως. Εξαίρεση στο παραπάνω όριο υφίσταται, αν ο αιτών πληροί
τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 5 του παρόντος, περίπτωση κατά την
οποία ορίζεται από τον Ειρηνοδίκη χαμηλότερη ή μηδενική δόση. Σε περίπτωση που
ο οφειλέτης καθυστερεί υπαιτίως την καταβολή των δόσεων που ορίζονται από τον
Ειρηνοδίκη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, εφαρμόζεται
αναλογικά το άρθρο 11 παρ.2 του ν.3869/2010. Η επικύρωση ή η όποια απόφαση
ανακαλούνται ή μεταρρυθμίζονται κατά το άρθρο 758 με δυνατότητα προσωρινής
ρύθμισης κατά το άρθρο 781 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
1. Μετά τη
συζήτηση ενώπιον του Ειρηνοδίκη κατά την ημέρα επικύρωσης ο οφειλέτης ή κάθε
άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που
δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της
εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο
συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας,
κατά του οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης
επί του σχεδίου διευθέτησης εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα
προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η
αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης
των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
2. To δικαστήριο μπορεί με αίτηση
οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον που δικάζεται κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί
κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση
της αξίας της μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης της παραγράφου 1
του άρθρου 4.
3. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή
εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Οι λοιπές απαιτήσεις
παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς
τόκους. Οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την
τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους.
Η παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3869/2010 καταργείται
5. Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και
μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση
από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση
θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει
η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης
των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
1. Οι
οφειλέτες και οι πιστωτές δύνανται να συμβιβάζονται και μετά την ημέρα
επικύρωσης έως την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης σε οποιοδήποτε στάδιο της
διαδικασίας, οπότε εμφανίζονται ενώπιον του Ειρηνοδίκη, υποβάλλουν το σχέδιο
και ζητούν την επικύρωσή του. Το σχέδιο επικυρώνεται από τον Ειρηνοδίκη και
αποκτά πλέον ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Η αίτηση για ρύθμιση και απαλλαγή από
τις οφειλές ανακαλείται αυτοδικαίως.
2. Αν
συγκατατίθενται στο σχέδιο πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ του
συνολικού ποσού των απαιτήσεων, στους οποίους περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση
το σύνολο των πιστωτών με εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις και πιστωτές με
απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των τυχόν εργατικών απαιτήσεων, ο
Ειρηνοδίκης υποκαθιστά σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την έλλειψη
συγκατάθεσης των πιστωτών που αντιτίθενται καταχρηστικά στο συμβιβασμό. Στην
περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επήλθε ο συμβιβασμός και η αίτηση για την απαλλαγή
από τα χρέη ανακαλείται αυτοδικαίως. Ο οφειλέτης υποχρεούται να επιδώσει στους
πιστωτές, οι οποίοι δεν συγκατατίθενται αντίγραφο, του επικυρωμένου σχεδίου.
3. Δεν
επιτρέπεται υποκατάσταση της συγκατάθεσης πιστωτή όταν: α) η απαίτηση του πιστωτή
που αντιτίθεται δεν ικανοποιείται σε ανάλογο, σε σχέση με τους άλλους πιστωτές,
βαθμό ή β) σε περίπτωση εφαρμογής του σχεδίου, ο πιστωτής που αντιτίθεται
αποδεικνύει ότι θα περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση από αυτήν στην
οποία θα περιερχόταν, αν συνεχιζόταν η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από
τις οφειλές, ή γ) αμφισβητείται απαίτηση από οφειλέτη ή οποιονδήποτε πιστωτή.
4. Οι
πιστωτές δεν αποκτούν απαίτηση κατά του οφειλέτη για τα έξοδα και τις δαπάνες
που δημιουργούνται από τη διαδικασία και το σχέδιο διευθέτησης οφειλών.
Οι παράγραφοι 5 και 6 καταργούνται
1. Αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους
πιστωτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου ή αν
εκδηλώθηκαν αντιρρήσεις κατά του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών και δεν
υποκαθίστανται αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, το
δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση
των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του
οφειλέτη. Η απόφαση εκδίδεται κατά προτεραιότητα. Σε περίπτωση που πιστωτής δεν έχει ενταχθεί στο σχέδιο
διευθέτησης του οφειλέτη και δεν έχει ασκηθεί από αυτόν κύρια παρέμβαση, το
δικαστήριο ρυθμίζει και τις απαιτήσεις αυτού κατά το άρθρο 744 του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας ή διατάζει την κλήτευσή του κατά την παράγραφο 3 του
άρθρου 748 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζοντας νέα δικάσιμο.
2. Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή,
το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, ιδίως εκείνα
από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου, και
σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων
μελών της οικογένειάς του, τον υποχρεώνει να καταβάλει μηνιαίως και για χρονικό
διάστημα τριών έως πέντε ετών κατά την κρίση του, ορισμένο ποσό για ικανοποίηση
των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο. Με την
απόφαση μπορεί να οριστεί ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα που
ορίζονται σε αυτή με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς. Η καταβολή του ποσού
γίνεται απευθείας στους πιστωτές, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το δικαστήριο. Σε
περίπτωση που κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης περιέλθουν στον οφειλέτη
περιουσιακά στοιχεία αιτία θανάτου, ο οφειλέτης υποχρεούται να διαθέσει για την
ικανοποίηση των πιστωτών το ήμισυ της αξίας αυτών. Σε περίπτωση που αμφισβητούμενη
απαίτηση, η οποία έχει ενταχθεί στη ρύθμιση απορριφθεί τελεσίδικα, οι λοιποί
πιστωτές υποκαθίστανται στη θέση του πιστωτή της αμφισβητούμενης απαίτησης και
έχουν από αυτόν αξίωση καταβολής στην αναλογία που αντιστοιχεί στον καθένα του
ποσού που εισέπραξε εξαιτίας της ένταξης της απαίτησης στη ρύθμιση. Σε
περίπτωση που δεν ενταχθεί στη ρύθμιση αμφισβητούμενη απαίτηση, η ύπαρξη της
οποίας επαληθευτεί ακολούθως με τελεσίδικη απόφαση, ο πιστωτής υποκαθίσταται
κατά την αναλογία της απαίτησής του στις θέσεις των υπολοίπων πιστωτών για τα
ποσά που αναλογούν στην απαίτησή του και έχει από αυτούς αξίωση καταβολής των
ποσών που εισέπραξαν εξαιτίας της μη ένταξης της απαίτησής του στις υπό ρύθμιση
οφειλές. To δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών
και Δανείων των χρηματικών διανομών που αντιστοιχούν σε αμφισβητούμενη απαίτηση
που έχει ενταχθεί σε ρύθμιση μέχρι την επαλήθευσή της με τελεσίδικη δικαστική
απόφαση..
3. Ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης
της προηγούμενης παραγράφου σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται, να
καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας. Η προσπάθεια
ανεύρεσης εργασίας τεκμαίρεται εφόσον ο οφειλέτης έχει εγγραφεί στο Μητρώο
Ανέργων του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού ή έχει κάρτα ανεργίας
και δεν έχει αποκρούσει αδικαιολόγητα πρόταση από τον Οργανισμό για ανάληψη
εργασίας. Οφείλει επίσης να γνωστοποιεί μέσα σε ένα μήνα στη γραμματεία του
δικαστηρίου κάθε μεταβολή κατοικίας ή εργασίας, αλλαγή εργοδότη, καθώς και κάθε
αξιόλογη βελτίωση των εισοδημάτων του ή των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να
ενημερώνεται ο φάκελος που τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4.
4. Με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε ένα μήνα από
την υποβολή της στο αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση
οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων
καταβολών, όταν τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της
περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Η ισχύς της απόφασης
που τροποποιεί τη ρύθμιση μπορεί να ανατρέχει στο χρόνο υποβολής της αίτησης
τροποποίησης. Σε περίπτωση καταβολής από τον οφειλέτη σε πιστωτές μεγαλύτερου
ποσού από αυτό που έχει οριστεί από το δικαστήριο σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο
οφειλέτης υποχρεούται να ικανοποιήσει συμμέτρως όλους τους πιστωτές.
5. Σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία
χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα
για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας
τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού
ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι
νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων
καταβολών.
6. Η απόφαση που ορίζει μηνιαίες καταβολές είναι αμέσως εκτελεστή και δεν
επιτρέπεται δικαστική αναστολή της. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται.
1. Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται
απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει
αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης
των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των
συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να
ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία
των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται
στο άρθρο 371 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Εργο του εκκαθαριστή είναι αυτό που προσδιορίζεται ειδικά με την απόφαση
του διορισμού του και, σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση της περιουσίας του
οφειλέτη, η διασφάλισή της σε όλο το νόμιμο ύψος της χάριν των πιστωτών, η
πρόσφορη εκποίησή της, η προνομιακή ικανοποίηση των πιστωτών που έχουν
εμπράγματη ασφάλεια στο εκποιούμενο πράγμα και η σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων
πιστωτών. Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί συνδίκου εφαρμόζονται
αναλόγως και στον εκκαθαριστή.
2. Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης
ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο,
που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το
προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης
κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό.
Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση
απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο
ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας
κατοικίας.
Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της
οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το
μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με
το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον
οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των
Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, «ή, σε
περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου
για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό
δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος,» και χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των
πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά
από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο.
Για τον προσδιορισμό της περιόδου τοκοχρεολυτικής εξόφλησης της οριζόμενης
συνολικής οφειλής λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των συμβάσεων δυνάμει των οποίων
χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη. Η περίοδος
πάντως αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα είκοσι έτη, εκτός αν η διάρκεια των
συμβάσεων δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν πιστώσεις στον οφειλέτη ήταν
μεγαλύτερη των είκοσι ετών, οπότε ο Ειρηνοδίκης δύναται να προσδιορίσει
μεγαλύτερη διάρκεια, η οποία πάντως δεν υπερβαίνει τα τριάντα πέντε έτη. Η μη τήρηση
από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται κατ εφαρμογή της παραγράφου
αυτής, επιτρέπει στον πιστωτή να κινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης
κατά του οφειλέτη και της μοναδικής κατοικίας του. Δεν επιτρέπεται η καταγγελία
της ρύθμισης της παρούσας παραγράφου αν δεν υπάρχει καθυστέρηση τεσσάρων
τουλάχιστον μηνιαίων δόσεων. Αν ο οφειλέτης κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο
και ο σύζυγος αυτού δεν διαθέτει ακίνητο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
κατοικία, τότε οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για το
μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία. «Η
προστασία του ακινήτου, σύμφωνα με τα προηγούμενα, ισχύει και εφόσον ο
οφειλέτης έχει την επικαρπία ή ψιλή κυριότητα ή ιδανικό μερίδιο επί αυτών.»
3. Εφόσον οι μηνιαίες καταβολές της παραγράφου 2 του άρθρου 8
πραγματοποιούνται πριν τη διανομή του τιμήματος από την πώληση του ακινήτου, οι
προνομιούχοι ή ενυπόθηκοι δανειστές συντρέχουν σε αυτές στο σύνολο των
απαιτήσεών τους, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 159 και 160
του Πτωχευτικού Κώδικα.
4. Σε
περίπτωση που οι, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3869/2010,
πραγματοποιηθείσες καταβολές στους πιστωτές υπολείπονται αυτών που ορίζονται με
την οριστική απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 8 παράγραφος 2 ή 9
παράγραφος 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς που
υπολείπεται.
Το ποσό
που προκύπτει αποπληρώνεται εντόκως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών
του άρθρου 8 παράγραφος 2 και του άρθρου 9 παράγραφος 2 με επιτόκιο αυτό των
Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,
προσαυξημένο κατά δυόμισι εκατοστιαίες μονάδες.
1. Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα
περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματά του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με
την υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 όσο και κατά την περίοδο
ρύθμισης των οφειλών. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής από δόλο ή βαριά αμέλεια,
την οποία μπορεί να επικαλεσθεί με αίτησή του οποιοσδήποτε πιστωτής, εφόσον δεν
έχει παρέλθει ένα έτος από τότε που την πληροφορήθηκε, συνεπάγεται, με την
επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση
οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από τη ρύθμιση οφειλών
και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί. Το ίδιο
αποτέλεσμα και με τους ίδιους όρους επέρχεται και στην περίπτωση που ο
οφειλέτης παραλείψει δολίως ή με βαριά αμέλεια να συμπεριλάβει πιστωτές στην
κατάσταση της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4.Η αίτηση αυτή
μπορεί να υποβληθεί μέχρι και δύο έτη μετά την επέλευση της απαλλαγής του
οφειλέτη από οφειλές του. Πριν από την πάροδο δύο ετών από την απόρριψη, για
την αιτία αυτή, αίτησης του οφειλέτη ή την έκπτωσή του είναι απαράδεκτη η
υποβολή νέας αίτησης.
2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να επιτρέπει στους πιστωτές την πρόσβαση σε
στοιχεία που απεικονίζουν την οικονομική του κατάσταση και τα τρέχοντα εισοδήματά
του. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής από δόλο ή βαριά αμέλεια μπορεί, κατά την
κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρει την απόρριψη της αίτησης για ρύθμιση οφειλών
και απαλλαγή.
3. Υστερα από αίτηση πιστωτή στον οποίο έχει γίνει η επίδοση που
προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 και η οποία διαβιβάζεται μέσω του
αρμόδιου Εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός
έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή
κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη.
1. Η κανονική εκτέλεση από τον οφειλέτη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με
την απόφαση που εκδίδεται σε εφαρμογή των παραγράφων 2, 4 και 5 του άρθρου 8
επιφέρει, "στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 και" στην παράγραφο 2 του
άρθρου 9, την απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι
όλων των πιστωτών, ακόμη και έναντι εκείνων που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις
τους. To δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη
που κοινοποιείται στους πιστωτές πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο
των οφειλών.
2. Σε περίπτωση που o οφειλέτης
καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών για χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών ή δυστροπεί επανειλημμένα στην τήρηση της
ρύθμισης, το δικαστήριο διατάζει την έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση μετά
από αίτηση θιγόμενου πιστωτή που κατατίθεται το αργότερο μέσα σε τέσσερις μήνες
από τη δημιουργία του λόγου έκπτωσης. Κάθε κλήτευση πραγματοποιείται πριν
δεκαπέντε ημέρες.
3. Σε περίπτωση που δεν ευοδωθεί η απαλλαγή από τις οφειλές με τη
διαδικασία του παρόντος νόμου, οι απαιτήσεις των πιστωτών επανέρχονται στο ύψος
στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παραγράφου 1 του
άρθρου 4. Για τον προσδιορισμό του ύψους των απαιτήσεων αποκλείεται, εφόσον
είχε γίνει δεκτή η αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, ο ανατοκισμός από την
κοινοποίηση της αίτησης αυτής στους πιστωτές και αφαιρούνται τα ποσά που έχουν
καταβληθεί από τον οφειλέτη.
Τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι συνοφειλετών ή εγγυητών του οφειλέτη,
καθώς και τα δικαιώματα των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών επί του υπέγγυου
αντικειμένου δεν θίγονται. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται έναντι των εγγυητών, των
εις ολόκληρον υπόχρεων ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή.
1. Στη Γραμματεία κάθε Ειρηνοδικείου τηρείται αλφαβητικό αρχείο των
προσώπων που έχουν υποβάλει την αίτηση της παραγράφου 1 του άρθρου 4, στο οποίο
εγγράφονται τα ονόματα των αιτούντων, η πορεία των αιτήσεών τους και οι
αποφάσεις που εκδίδονται. Στο Ειρηνοδικείο Αθηνών τηρείται Γενικό Αρχείο, στο
οποίο καταχωρίζονται τα πιο πάνω στοιχεία για ολόκληρη τη χώρα. Από το αρχείο
διαγράφονται ένα έτος μετά την υποβολή των αιτήσεων όλα τα στοιχεία που
τηρούνται γι’ αυτές,
εφόσον οι αιτήσεις απορριφθούν αμετάκλητα, ανακληθούν ή καταλήξουν σε δικαστικό
συμβιβασμό σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του παρόντος. Από το αρχείο διαγράφονται ένα έτος μετά την υποβολή των αιτήσεων όλα τα
στοιχεία που τηρούνται για αυτές, εφόσον οι αιτήσεις απορριφθούν αμετάκλητα,
ανακληθούν ή καταλήξουν σε συμβιβασμό σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 7 του παρόντος.
Μετά την πάροδο
πενταετίας από την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 11
πρόσβαση σε στοιχεία του οφειλέτη στο αρχείο επιτρέπεται μόνο για τον έλεγχο
της συνδρομής της προϋπόθεσης της παραγράφου 3 του άρθρου 1. Με απόφαση του
Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται κάθε
λεπτομέρεια σχετικά με την τήρηση των αρχείων και την πρόσβαση σε αυτά.
2. Πριν από τη συζήτηση αίτησης οφειλέτη που υποβάλλεται σύμφωνα με την
παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος το Ειρηνοδικείο ελέγχει αυτεπαγγέλτως στο
παραπάνω αρχείο αν εκκρεμεί αίτηση για τον οφειλέτη αυτόν και αν έχει εκδοθεί
απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές του.
Οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση σύμφωνα με
το άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Για τη ρύθμιση και απαλλαγή χρεών φυσικών προσώπων εφαρμόζονται, όπου
επιβάλλεται, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, οι διατάξεις
του Πτωχευτικού Κώδικα.
Ο χρόνος τήρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα ή τρίτους χάριν αυτών δεδομένων
οικονομικής συμπεριφοράς, που αναφέρονται στη διαδικασία του παρόντος νόμου,
δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα των τριών ετών από την επέλευση
της απαλλαγής από τα χρέη σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του
άρθρου 11.
Για απαιτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που διαγράφονται με τον παρόντα νόμο
εφαρμόζεται η παράγραφος 10 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α). Τα
διαγραφόμενα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης εντός της οποίας
ενεργείται η διαγραφή προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών.
Η ωφέλεια που αποκτάται από τη διαγραφή τόκων δεν θεωρείται εισόδημα υποκείμενο
σε φορολογία.
Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Ειρηνοδικών αυξάνεται κατά ογδόντα και
ορίζεται συνολικά σε επτακόσιες σαράντα μία.
1. Η
υποχρέωση καταβολής των μηνιαίων καταβολών που προβλέπονται στην παρ. 2 του
άρθρου 5 του ν. 3869/ 2010 εφαρμόζεται και για εκκρεμούσες αιτήσεις κατά τη
δημοσίευση του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης επιλέγει
ελευθέρως το ποσό καταβολής στο πλαίσιο που ορίζει το άρθρο 5 παρ. 2 του ν.
3869/ 2010. Οι πραγματοποιούμενες καταβολές από τη δημοσίευση του παρόντος
νόμου συνυπολογίζονται στις καταβολές του άρθρου 8 παράγραφος 2 ή αντίστοιχα
του άρθρου 9 παράγραφος 2.
2. Η
υποχρέωση ορισμού αντικλήτου σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3869/2010
καταλαμβάνει και τις εκχωρήσεις απαιτήσεων πιστωτών που έχουν πραγματοποιηθεί
πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος.
3. Για τις
εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ
του παρόντος.
1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών,
Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και
Ναυτιλίας και Οικονομικών καθορίζονται: α) η οργάνωση και ειδικότερα η
διάρθρωση των υπηρεσιών της Ειδικής Υπηρεσίας με τίτλο «Επιχειρησιακή Μονάδα
Ανάπτυξης», που ιδρύθηκε με το π.δ. 28/2010, σε οργανικές μονάδες (Διευθύνσεις,
Τμήματα, αυτοτελή Γραφεία), β) ο τίτλος, η έδρα και η αρμοδιότητα των πιο πάνω
οργανικών μονάδων, γ) οι κλάδοι του τακτικού προσωπικού κατά κατηγορίες, καθώς
και ο αριθμός των οργανικών θέσεων κάθε κλάδου, δ) ο κλάδος και βαθμός του
προϊσταμένου των οργανικών μονάδων που αναφέρονται στην περίπτωση α'.
Συνιστώνται επίσης θέσεις τακτικού προσωπικού και υπαλλήλων που μπορεί να
προσληφθούν με σύμβαση και κατανέμονται οι θέσεις αυτές κατά ειδικότητα.
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος οι θέσεις του προσωπικού θα
καλυφθούν με μεταθέσεις, αποσπάσεις ή μετατάξεις υπαλλήλων από άλλες υπηρεσίες
του ίδιου ή άλλων Υπουργείων ή νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου. Τις ίδιες
θέσεις έχουν δικαίωμα να επιλέξουν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων για την
αρχική επιλογή υπηρεσίας τοποθέτησης, οι εκπαιδευόμενοι στην Εθνική Σχολή
Δημόσιας Διοίκησης και την Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης κατά την έναρξη
ισχύος του παρόντος.
3. Οι μετατάξεις διενεργούνται, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων,
ύστερα από πρόσκληση ενδιαφέροντος του Υπουργείου Οικονομίας,
Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και με την εξής διαδικασία: α) Οι
ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση στη Διεύθυνση Διοίκησης του Υπουργείου
Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας συνοδευόμενη από αναλυτικό
βιογραφικό σημείωμα και βεβαίωση υπηρεσιακών μεταβολών. Η Διεύθυνση αυτή
συγκεντρώνει τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων με τα πιο πάνω δικαιολογητικά και
καταρτίζει κατάλογο με βάση τα τυπικά προσόντα τους. β) Οι υποψήφιοι προς
μετάταξη αξιολογούνται από Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του
Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και αποτελείται από: αα)
έναν υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ως
Πρόεδρο, με δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία και πιστοποιημένη γνώση διοικητικής
επιστήμης, κατά προτίμηση απόφοιτο της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, ββ)
ένα μέλος του διδακτικού - ερευνητικού προσωπικού του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στα αντικείμενα της
διοικητικής επιστήμης ή της διοίκησης επιχειρήσεων και γγ) έναν επιστημονικό
συνεργάτη του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης προτεινόμενο
από τη Διοίκηση του ΕΚΔΔΑ. γ) Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται σε προφορική εξέταση
ενώπιον της επιτροπής αξιολόγησης. Η εξέταση αποσκοπεί στη διακρίβωση της
καταλληλότητας, πνευματικής συγκρότησης και υπηρεσιακής επάρκειας των υποψηφίων
για την πλήρωση των θέσεων στις οποίες πρόκειται να μεταταγούν. δ) Η επιτροπή
μετά την εξέταση των υποψηφίων καταρτίζει πίνακα στον οποίο κατατάσσονται κατά
αξιολογική σειρά όσοι επιλέγονται για μετάταξη. ε) Οι μετατάξεις διενεργούνται
με κοινή απόφαση των αρμόδιων Υπουργών. στ) Για τη διαδικασία ενώπιον της
επιτροπής τηρούνται πρακτικά, τα οποία είναι στη διάθεση των ενδιαφερομένων. ζ)
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
καθορίζεται η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο για
τη λειτουργία της θέμα.
To άρθρο 5 του ν. 1279/1982 (ΦΕΚ 108
Α), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν. 3190/2003 (ΦΕΚ 249 Α),
αντικαθίσταται.
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από την 1η Σεπτεμβρίου
2010, εκτός από τα άρθρα 20 και 21 η ισχύς των οποίων αρχίζει από τη δημοσίευσή
τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.