Η Λαμπροπούλου Βικτώρια (μέλος συντακτικής ομάδας judex.gr) πήρε συνέντευξη από τον κ. Ιάκωβο Βενιέρη (δικηγόρο και Λέκτορα Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών) με ερωτήσεις γύρω από επίκαιρα ζητήματα υπερχρεωμένων νοικοκυριών, οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες, πιθανή άρση απαγόρευσης πλειστηριασμών από αρχές του 2014, την οικονομική κρίση και το δικηγορικό λειτούργημα!
Β : Καλησπέρα σας. Να σας ευχαριστήσω πολύ για την ευκαιρία που μας δίνετε. Είναι ακόμα νέα η προσπάθειά μας και κάθε συμβολή σε αυτή είναι χρήσιμη.
BEN : Παρακαλώ πολύ, είναι τιμή μου.
Β: Ως λέκτορας και δικηγόρος, ποια είναι η γνώμη σας για το κύρος του δικηγορικού επαγγέλματος; Υπάρχουν και αν ναι, ποια είναι εκείνα τα δύο τρία άμεσα μέτρα που θα μεταρρύθμιζαν αποτελεσματικά τον δικηγορικό κλάδο στη χώρα μας.
ΒΕΝ: Καταρχάς, θεωρώ ότι το κύρος του δικηγορικού επαγγέλματος το δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, ατομικά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν περιπτώσεις δικηγόρων που δυσφημούν τον κλάδο μας και άλλων που συντελούν στο κύρος του. Θεωρώ ότι ο καθένας από μας θα πρέπει να προσέχει πως κινείται έναντι των συναδέλφων και πώς συμπεριφέρεται έναντι των πελατών, ποιες υποθέσεις αναλαμβάνει και πώς τις διεκπεραιώνει. Γι’ αυτό και ο Κώδικας Περί Δικηγόρων που ισχύει στη χώρα μας περιλαμβάνει σχετικές προβλέψεις. Τώρα, όσον αφορά τον κλάδο μας, θεωρώ ότι μπορούμε να πράξουμε ορισμένα πράγματα σε σχέση με τους δικηγορικούς μας συλλόγους και γίνονται ήδη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δύο από αυτά, θα μπορούσε να είναι η ηλεκτρονική υποβολή και ηλεκτρονική παρακολούθηση όλων των διαδικαστικών εγγράφων. Ήδη πραγματοποιείται ηλεκτρονικά η υποβολή δικογράφων, καλό θα ήταν να ακολουθήσει η ηλεκτρονική υποβολή των προτάσεων αλλά και η εν γένει ενημέρωση. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο μπορούμε να ενημερωθούμε έντυπα στην Ευελπίδων για την έκδοση μίας απόφασης και δεν έχουμε την ίδια δυνατότητα και ηλεκτρονικά, όπως γίνεται στο εξωτερικό. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε πολύ τους δικηγόρους αλλά ιδίως τους ασκούμενους, οι οποίοι έναντι του καθημερινού τρεξίματος, θα μπορέσουν να περιοριστούν σε καθαρά νομική εργασία.
Β. : Πρόσφατα εκδόθηκε μετά από την μεγάλη επιτυχία της 1ης έκδοσης και η 2η έκδοση του βιβλίου σας με τίτλο ”Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα”. Για ποιο λόγο αποφασίσατε να γράψετε το βιβλίο αυτό;
ΒΕΝ: Καταρχάς, για πανεπιστημιακούς λόγους, καθώς πρέπει να εμφανίζουμε συγγραφικό έργο και να ενισχύουμε τη δημιουργικότητα αλλά και την προαγωγή της νομικής επιστήμης. Τώρα, ως προς το συγκεκριμένο βιβλίο, η αλήθεια είναι ότι έχω ασχοληθεί αρκετά με το Δίκαιο του Καταναλωτή. Ήμουν νομικός σύμβουλος του Δημήτρη Σπυράκου, ο οποίος ήταν ουσιαστικά ο δημιουργός του ν.3869/2010. Αποκαλείται «νόμος Κατσέλη», αλλά βασικά πρόκειται για δικό του δημιούργημα, το διάστημα που ήταν Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή . Ως φίλος και ως συνεργάτης του, ασχολήθηκα πολύ με αυτόν τον νόμο, πιο πολύ με την παρουσίασή του σε διάφορους δικηγορικούς συλλόγους ανά την Ελλάδα. Είχα αρχίσει λοιπόν να βλέπω την πολυπλοκότητα αυτού του νόμου αλλά και τα νομικά ζητήματα που αναφύονταν. Πολλές ερωτήσεις συναδέλφων με οδήγησαν στο να αναζητώ λύσεις για ποικίλα ζητήματα και εντέλει αποφάσισα να καταγράψω την εμπειρία που είχα και την εμβάθυνση που πραγματοποίησα σε σχέση με αυτόν τον νόμο. Το δεύτερο βιβλίο εκδόθηκε κατόπιν διευκόλυνσης και πάλι συναδέλφων, κυρίως Ειρηνοδικών και από Ενώσεις Καταναλωτών, που μου έστειλαν πολύ πλούσια νομολογία με την οποία εμπλούτισα την υπάρχουσα στην πρώτη έκδοση του βιβλίου.
Β: Από τότε που έκανε αισθητή την παρουσία της η οικονομική κρίση ψηφίστηκαν νόμοι ευνοϊκοί για τους καταναλωτές . Για ποιο λόγο κρίνονται αναγκαίες τέτοιες νομοθετικές παρεμβάσεις; Ποια είναι η άποψη σας για την συνταγματικότητα τέτοιων νομοθετικών παρεμβάσεων;
ΒΕΝ: Θεωρώ, μιας και κάνουμε λόγο για συνταγματικότητα, ότι ούτως ή άλλως υπάρχει σύγκρουση δικαιωμάτων, από τη μία πλευρά του οφειλέτη και από την άλλη των πιστωτών. Τη συνταγματικότητα την εξετάζουμε από τη σκοπιά της εφαρμογής αυτού του νόμου αλλά και των προβλέψεών του. Υπάρχει συνταγματικότητα, γιατί κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται διαφορετικά. Είναι αυτό που λέμε «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος». Ήδη από τις γενικές αρχές και με το άρθρο 388 ΑΚ, κάποιο άτομο που αντιμετωπίζει οικονομική αδυναμία καλύπτεται από την αρχή της καλής πίστης και αναπροσαρμόζονται οι συμβατικές του σχέσεις στα νέα οικονομικά δεδομένα. Αυτή η υποχρέωση αναπροσαρμογής στα νέα οικονομικά δεδομένα ενσωματώνεται και στο νόμο 3869/2010, είτε αυτά τα δεδομένα προκύπτουν ως απόρροια της γενικότερης οικονομικής κρίσης είτε αφορούν στο συγκεκριμένο δανειολήπτη. Όσον αφορά γενικότερα τις ρυθμίσεις όχι μόνο του ν. 3869/2010 αλλά και του 4161/2013 θεωρώ ότι οι διατάξεις είναι συνταγματικές επειδή σκοπούν να ρυθμίσουν μία ανάγκη που υπερβαίνει την απλή υποχρέωση τήρησης των συμβατικών σχέσεων. Ο νομοθέτης διαβλέπει αυτή την ανάγκη και στα πλαίσια της συνταγματικής διασφάλισης των δικαιωμάτων τόσο των πιστωτών όσο και των δανειοληπτών, παρεμβαίνει με αυτές τις ρυθμίσεις.
Β: Δεδομένης της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας όσοι έχουν χρέη σε τράπεζες και ταυτόχρονα βρίσκονται σε τραγική οικονομική κατάσταση μπορούν να «κουρέψουν» το χρέος τους; Και αν ναι, με ποιον τρόπο; Θα ήταν προτιμότερο να ακολουθήσουν την οδό του άρθρου ΑΚ 388 ή τον ν. 3869/2010;
ΒΕΝ: Το άρθρο 388 ΑΚ ουσιαστικά ενσωματώνει μία γενική αρχή, η οποία εκπορεύεται από την καλή πίστη. Είναι όμως κάτι το γενικότερο, το ευρύτερο και δεν καλύπτει τις ανάγκες των δανειοληπτών στην υπάρχουσα συγκυρία. Χρειαζόταν μία ειδικότερη ρύθμιση, στοχευμένη στους δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, καθώς και μία συγκεκριμένη διαδικασία. Με το άρθρο 388 ΑΚ ακολουθούμε την τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου με κατάθεση αναγνωριστικής ή διαπλαστικής αγωγής, κοινώς αντιμετωπίζουμε διαδικαστικά προβλήματα τα οποία ο ν. 3869/2010 επιλύει μέσω της εκούσιας δικαιοδοσίας. Είναι ένας ειδικότερος νόμος, με ευκολότερη διαδικασία και ενδείκνυται για όποιον δανειολήπτη αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Β: Παρόλο που με τον ν. 4161/2013 επήλθαν τροποποιήσεις στον ν. 3869/2010 κατά την άποψη σας υπάρχουν και άλλες αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν ή έχει κλείσει το πεδίο ενδεχόμενων μεταρρυθμίσεων;
ΒΕΝ: Όχι, σίγουρα δεν έχει κλείσει. Δεν πρόκειται άλλωστε μόνο για έναν νέο νόμο, αλλά για ένα νέο θεσμό. Και κάθε νέος θεσμός εμφανίζει ποιοτικές ασθένειες, τις οποίες αναδεικνύει η νομολογία και η θεωρία. Κάποιες από αυτές επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης με τον ν. 4161/2013 αλλά υπάρχουν ακόμα και άλλες που θα πρέπει να ακολουθήσουν είτε σε σχέση με τα ανεπίλυτα προβλήματα του ν.3869/2010 είτε σε σχέση με νέα προβλήματα που εισήγαγε ο ίδιος ο ν. 4161/2013 στην προσπάθεια να επιλύσει άλλα. Αυτή τη στιγμή ο ν. 3869/2010 δεν είναι όσο λειτουργικός θα θέλαμε.
Β: Τα ανεπίλυτα προβλήματα του ν.3869/2010 στα οποία αναφέρεστε, για ποιο λόγο έμειναν αρρύθμιστα; Δεν καλύπτονται νομοθετικά;
ΒΕΝ: Σίγουρα καλύπτονται νομοθετικά. Ενδεχομένως δεν υπήρχε η πολιτική βούληση αλλά και η πολιτική αντίληψη για να κατανοηθεί ποια είναι τα κενά και ποια τα προβλήματα. Αυτά είναι και διαδικαστικά όπως οι μακρινές χρονικά δικάσιμοι αλλά και η μακρόχρονη αποπληρωμή των χρεών. Σας θυμίζω ότι σε μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφέρεται πως η (παλαιότερα τετραετής) πλέον από 3-5 χρόνια αποπληρωμή των χρεών είναι από τις μακρότερες που προβλέπονται στα διάφορα νομοθετικά συστήματα. Τα πιο αυστηρά καπιταλιστικά συστήματα, όπως της Αμερικής και της Αγγλίας, προβλέπουν την ταχύτερη αποπληρωμή ενός έτους, ενδεχομένως και λιγότερο, ώστε ο καταναλωτής να επανέλθει στη συναλλακτική αγορά το συντομότερο δυνατό. Επομένως, η διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής θα μπορούσε να επανεξεταστεί. Ένα ακόμα θέμα είναι η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 9 παρ. 1 του ν.3869/2010. Κι εκεί εμφανίζονται ζητήματα, καθώς οι εκκαθαριστές δε λαμβάνουν κάποιο αντάλλαγμα για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους με αποτέλεσμα πολλοί να αποποιούνται. Θα μπορούσε, όπως στην πτώχευση, να προβλέπεται ένα παράβολο ή κάποιες μηνιαίες καταβολές του οφειλέτη να μη γίνονται προς τους πιστωτές αλλά προς τον εκκαθαριστή ώστε να έχει κι αυτός την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις πρώτες ανάγκες της εκποίησης. Υπάρχει σωρεία θεμάτων.
Β: Πώς διαμορφώνεται η ρύθμιση για τους ενήμερους δανειολήπτες με τον νόμο 4161/2013;
ΒΕΝ: Παρά τις εξαγγελίες και τις πολιτικές προθέσεις , έτσι όπως είναι διαμορφωμένος ο νόμος για τους ενήμερους δανειολήπτες, στην ουσία απευθύνεται σε πολύ μικρό αριθμό ατόμων. Είτε διότι θέτει πολύ αυστηρά κριτήρια, είτε λόγω του ότι ακόμα και οι υπαγόμενοι σε αυτόν δεν αποκομίζουν το προσδοκώμενο όφελος. Δημιουργήθηκαν πολύ μεγάλες προσδοκίες τόσο στον αριθμό – λεγόταν ότι θα υπαχθούν περί τους 100.000 δανειολήπτες και εντέλει ο αριθμός ανήλθε στους 5.000, ίσως και λιγότερους- αλλά και ως προς τα αποτελέσματα της υπαγωγής, καθώς θεωρήθηκε ότι θα δώσει μία πολύ μεγάλη ανάσα στους δανειολήπτες ενώ ουσιαστικά δίνει μία παράταση χρόνου ενόσω οι τόκοι κεφαλαιοποιούνται. Δεν επέρχονται επομένως τα αποτελέσματα που αναμένονταν κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού. Εξάλλου, κάποιος που αντιμετωπίζει οικονομική αδυναμία ούτως ή άλλως δεν μπορεί να υπαχθεί στο νόμο αυτό, καθότι αφορά ενήμερους δανειολήπτες. Οφειλέτης με ληξιπρόθεσμες δόσεις θα πρέπει να καταφύγει στον νόμο 3869/2010 για να προστατευθεί αποτελεσματικά.
Β.: Τον τελευταίο καιρό βλέπουν το φως της δημοσιότητας φήμες περί άρσης του μέτρου απαγόρευσης πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Η ενδεχόμενη αυτή άρση ,σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, θα έχει έρεισμα στο Σύνταγμα;
ΒΕΝ.: Κοιτάξτε, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στους πιστωτές να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους. Πέραν του γενικότερου προβλήματος που θα προκαλούσε αυτό, δεδομένου ότι ο βασικότερος πυλώνας της οικονομίας μας είναι οι τράπεζες , θα κατέρρεε το τραπεζικό σύστημα, αν αυτές παραχωρούσαν δάνεια που δε θα μπορούσαν να εισπράξουν και άρα με τη σειρά τους να επιστρέψουν τις καταθέσεις (τις οποίες οι τράπεζες μετατρέπουν σε δάνεια) στους καταθέτες. Το σύστημα αυτό πρέπει να κινείται και να γίνονται οι αντίστοιχες πληρωμές. Υπάρχει ακόμα το ενδεχόμενο του ηθικού κινδύνου, δηλαδή το φαινόμενο αυτοί οι οποίοι προστατεύονται από την απαγόρευση των πλειστηριασμών να αποφεύγουν τις καταβολές, ακόμα κι αν τους είναι δυνατές. Επομένως, το ενδεχόμενο της άρσης της απαγόρευσης δεν είναι αντισυνταγματικό, υπό την προϋπόθεση ότι θα τεθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα κριτήρια. Υπάρχει άλλωστε και το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα των τραπεζών στην είσπραξη των ενοχικών τους απαιτήσεων, το οποίο είναι εξίσου άξιο προστασίας υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Β.: Οι υπερχρεωμένοι καταναλωτές η πρώτη κατοικία των οποίων προστατεύτηκε με τον ν. 3869/2010 θα κινδυνεύουν με πλειστηριασμούς;
ΒΕΝ. : Αυτοί οι οποίοι υπάγονται στο νόμο 3869/2010 δεν έχουν κάτι να φοβηθούν. Και εννοώ τόσο όσους έχουν ήδη υπαχθεί στο νόμο αλλά και όσους θα υπαχθούν μελλοντικά σε αυτόν. Η άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών δεν επηρεάζει όσους καλύπτονται από την προστασία που παρέχει ο νόμος υπό τις προϋποθέσεις υπαγωγής που αυτός θέτει. Ήδη ο νόμος προβλέπει τη διάσωση της πρώτης κατοικίας και η υπαγωγή κάποιου σε αυτόν είναι ανεξάρτητη από την ενδεχόμενη άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών.
Β: Κατά την γνώμη σας για την υπερχρέωση των καταναλωτών ευθύνονται τελικά μόνο οι τράπεζες που δίνουν αφειδώς δάνεια ή και οι δανειολήπτες; Η τυχόν ευθύνη τραπεζών πως θα επηρέαζε την υπαγωγή των οφειλετών στην προστασία του ν. 3869/2010;
ΒΕΝ. : Σίγουρα φέρουν μεγάλη ευθύνη οι τράπεζες. Αν θυμόμαστε καλά, ήταν εθνικός στόχος η αύξηση της κατανάλωσης και μάλιστα όχι μέσω της παραγωγής, αλλά με τον δανεισμό. Υπήρχε καταιγισμός διαφημίσεων προς τους καταναλωτές για τη λήψη δανείων, άρση απαγορεύσεων από το εποπτικό δίκαιο της Τράπεζας της Ελλάδος, ουσιαστικά υπήρχε εποπτική διευκόλυνση στη χωρίς φειδώ χρηματοδότηση των δανειοληπτών. Φυσικά, ευθύνη φέρουν και οι δανειολήπτες, καθώς ο καθένας κρίνει τα του οίκου του και αξιολογεί τις οικονομικές του δυνατότητες αλλά και τις προσδοκίες του για το μέλλον. Η αλήθεια όμως είναι πως οι τράπεζες είναι εφοδιασμένες με το ανθρώπινο δυναμικό, με τον τεχνικό μηχανισμό, τις οικονομικές και στατιστικές μετρήσεις αλλά και τον Τειρεσία, ώστε να ξέρουν ποιον θα δανειοδοτήσουν και με ποιες επιχειρηματικές συνέπειες και ποιους κινδύνους. Ο δανειολήπτης δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Εντέλει όμως, ο καθένας φέρει την ευθύνη της υπογραφής του. Βέβαια, ο νόμος 3869/2010 προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις ώστε να μην προστατεύει τον δολίως υπερχρεωμένο δανειολήπτη, ο οποίος με δόλιο τρόπο είτε αύξησε το παθητικό του είτε μείωσε το ενεργητικό του προβαίνοντας λ.χ. σε μεταβιβάσεις και γονικές παροχές. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο πάντως, είναι πάρα πολύ μεγάλες οι ευθύνες των τραπεζών και γι’ αυτό επωμίζονται τον επιχειρηματικό κίνδυνο της μείωσης ή διαγραφής των χρεών των δανειοληπτών.
Β: Η προκαταβολή ενός μέρους των χρεών που ορίστηκε με το ν. 3869/2010 και καταλαμβάνει και τους αιτούντες οι αιτήσεις των οποίων εκκρεμούν είναι συνταγματική;
ΒΕΝ.: Θα σας απαντήσω ότι είναι συνταγματική αλλά υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που τίθενται. Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 του ν.4161/2013 παραπέμπει στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν.3869/2010 και αυτό με τη σειρά του στο άρθρο 8 παρ. 5 του ν.3869/2010, το οποίο προβλέπει πως αν δεν έχεις εισοδήματα, είσαι άνεργος ή βαριά ασθενής και δεν επαρκούν τα εισοδήματά σου για τη διαβίωσή σου, δε θα καταβάλλεις κανένα ποσό. Όπως σας είπα εξαρχής, ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι και συνταγματική και επιβεβλημένη η προκαταβολή μέρους των χρεών , γιατί παρατηρείται και το εξής παράδοξο : Κατατίθενται αιτήσεις, παίρνει κανείς δικάσιμο σε βάθος δεκαετίας (ειδικά στην Αττική) και για το χρονικό αυτό διάστημα, δεν πληρώνει κανείς! Αυτό δεν είναι μόνο άδικο για όσους δεν υπάγονται στο νόμο, αλλά υποσκάπτει τη συνταγματικότητα και την εφαρμογή του ίδιου του νόμου, διότι αυξάνει τη δυναμική των φωνών που βάλλονται κατά του αυτού. Επομένως, για όσους υπάγονται στο νόμο και έχουν κάποια δυνατότητα καταβολών, προτείνεται ένα σχέδιο αποπληρωμής . Έτσι μπορεί ξεκινήσει κανείς να καταβάλει από την αρχή ένα ποσό που ούτως ή άλλως θα όριζε αργότερα ο δικαστής κρίνοντας με βάση τα εισοδήματά του. Η συνέπεια είναι ότι αρχίζει η απαλλαγή νωρίτερα.
Β. : Πρόσφατα με το καινούργιο νόμο 4072/2012 προβλέφθηκε η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρίες ως νέα μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας. Ιδιαιτερότητα της η δυνατότητα σύστασης της με μηδενικό εταιρικό κεφάλαιο 0 (μετά τις τροποποιήσεις που έγιναν εντός του 2013). Πως το σχολιάζεται αυτό; Οι δανειστές της εταιρίας (αν ληφθεί υπόψη ότι οι εταίροι της δεν θα έχουν καμία απολύτως ευθύνη για τα χρέη αυτής έναντι τρίτων – δανειστών) πως θα προστατευτούν;
ΒΕΝ. : Η ΙΚΕ είναι ένα εταιρικό μόρφωμα που επέβαλε η οικονομική ανάγκη και οι σύγχρονες οικονομικές συναλλαγές. Στο εξωτερικό, σε καπιταλιστικά και φιλελεύθερα συστήματα, κάτι τέτοιο γινόταν ήδη, δηλαδή η ίδρυση εταιρείας με μόνο σκοπό τον αποχωρισμό της εταιρικής περιουσίας από την περιουσία των εταίρων. Με λίγα λόγια, σκοπός είναι η νομική και οικονομική αυτοτέλεια της εταιρείας. Τώρα, το ερώτημα αν η εταιρεία θα έχει περιουσιακά στοιχεία ικανά να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δανειστών της, αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αξιολογήσουν οι ίδιοι οι δανειστές. Όταν λοιπόν κάποιος συναλλάσσεται με μία τέτοια εταιρεία όπως η ΙΚΕ, αυτό που μπορεί να κάνει, χωρίς να τίθεται καν θέμα συνταγματικότητας ή μη, είναι να ζητήσει την εγγύηση των εταίρων της. Κάτι τέτοιο δεν απαγορεύεται. Μάλιστα, δεν υπάρχει καν ανάγκη να αναζητήσει κανείς το εταιρικό κεφάλαιο μίας ΙΚΕ . Ας μη ξεχνάμε ότι πλέον και οι ΕΠΕ συστήνονται με μηδενικό εταιρικό κεφάλαιο, ενώ παλαιότερα ούτε το ποσό των 1.800 και 2.400 ευρώ εξασφάλιζε τους δανειστές της. Ούτε καν η απόλυση ενός εργαζομένου δεν καλύπτεται με αυτά τα κεφάλαια. Άρα, σε αυτές τις περιπτώσεις, η προστασία των δανειστών προκύπτει από την προσωπική ή την εμπράγματη εξασφάλιση που θα τους παραχωρήσουν οι εταίροι.
Β. : Τέλος, πως βλέπετε την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας; Πρέπει να ψηφιστούν και άλλοι νόμοι για προστασία των Ελλήνων νοικοκυριών;
ΒΕΝ. : Δε νομίζω ότι χρειάζονται νέοι νόμοι, υπάρχει ήδη αρκετή νομοθεσία. Σωστή εφαρμογή της χρειάζεται, καθώς και ορθή νομοθετική τροποποίηση του ήδη υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου. Από κει και πέρα, πάντοτε διατηρώ την αισιοδοξία μου. Θα αντιτείνει κανείς ότι αυτό κρίνεται από το πόσο θίγεται κανείς από την κρίση, αλλά σε κάθε περίπτωση και με αρκετή υπομονή, πιστεύω πως θα βγούμε από αυτή την κατάσταση.
Επιμέλεια: Λαμπροπούλου Βικτώρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου