300.000 νοικοκυριά πληρώνουν σε δόσεις δανείων το 40% του εισοδήματός τους
Επιτόκια-φωτιά σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους πληρώνουν οι πελάτες των ελληνικών τραπεζών, ενώ την ίδια στιγμή περίπου 300.000 νοικοκυριά βρίσκονται στο όριο της υπερχρέωσης, πληρώνοντας σε δόσεις δανείων πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματος που δηλώνουν στην Εφορία.
Όπως παραδέχθηκαν οι ίδιοι οι τραπεζίτες ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, το καπέλο ανάμεσα στα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά επιτόκια ξεπερνά το 1,25% με μεγάλους χαμένους όσους έχουν χρέη σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, ενώ στην ίδια μελέτη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών αναφέρεται ότι στο 1,6% των δανειοληπτών το ύψος των μηνιαίων δόσεων ξεπερνά όλο το εισόδημα που δηλώνουν!
Δάνεια με καπέλο
Αναλυτικότερα, για νέα δάνεια, οι πελάτες των ελληνικών τραπεζών πληρώνουν από 0,36% έως και 0,73% υψηλότερα στην επιχειρηματική πίστη, 1,26% ακριβότερα στην καταναλωτική πίστη, ενώ αντίθετα τα στεγαστικά δάνεια είναι φθηνότερα από 0,51% έως και 0,71% και μάλιστα είναι τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη.
Τα τσουχτερά επιτόκια στα δάνεια, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς τόκους που πληρώνουν οι τράπεζες στους καταθέτες τους- κυρίως ταμιευτηρίου-, είναι ο βασικός λόγος που προκαλεί το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, συντηρώντας το υψηλό περιθώριο επιτοκίου που απολαμβάνουν τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το περιθώριο αυτό σήμερα διαμορφώνεται στο 3,92%, σχεδόν μία ολόκληρη μονάδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ο οποίος ανέρχεται στο 3,02%. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το περιθώριο κέρδους των τραπεζών έχει μειωθεί κατά 4,03 μονάδες σε σχέση με το τέλος του 1998.
Σύμφωνα πάντως με τις τράπεζες, η διαφορά αυτή οφείλεται μεταξύ άλλων στη χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, στον υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού, στις ιδιαίτερες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς στην ελληνική τραπεζική αγορά, στο πρόσφατο της απελευθέρωσης της καταναλωτικής πίστης, στο αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών, στη χαμηλότερη κατά μέσον όρο πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών και στο υψηλότερο λειτουργικό κόστος τους.
Τα τσουχτερά επιτόκια στα δάνεια, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς τόκους που πληρώνουν οι τράπεζες στους καταθέτες τους- κυρίως ταμιευτηρίου-, είναι ο βασικός λόγος που προκαλεί το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στις δύο κατηγορίες, συντηρώντας το υψηλό περιθώριο επιτοκίου που απολαμβάνουν τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το περιθώριο αυτό σήμερα διαμορφώνεται στο 3,92%, σχεδόν μία ολόκληρη μονάδα υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ο οποίος ανέρχεται στο 3,02%. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το περιθώριο κέρδους των τραπεζών έχει μειωθεί κατά 4,03 μονάδες σε σχέση με το τέλος του 1998.
Σύμφωνα πάντως με τις τράπεζες, η διαφορά αυτή οφείλεται μεταξύ άλλων στη χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, στον υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού, στις ιδιαίτερες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς στην ελληνική τραπεζική αγορά, στο πρόσφατο της απελευθέρωσης της καταναλωτικής πίστης, στο αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών, στη χαμηλότερη κατά μέσον όρο πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών και στο υψηλότερο λειτουργικό κόστος τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου